Search

Το στρώμα

Δια χειρός Παρασκευά

αγαπημένο μου ημερολόγιο,

 

μόλις που έχω ξυπνήσει, τεντώνομαι για να βρω την φόρμα μου, παρότι ο φίλος μου, ο κύριος Χ. επιμένει να με αποκαλεί «χοντρούλη». Εγώ του απαντώ ότι δεν είμαι «χοντρούλης», απλά τρώω όλο το φαγητό μου και επιπλέον από τη φύση μου είμαι ένας μεγάλος γατούλης. Αλλά τέλος – πάντων, λίγη σημασία έχει πως με βλέπουν οι άλλοι. Σημασία έχει πως βλέπω εγώ την αφεντομουτσουνάρα μου.

 

Λοιπόν, μόλις ξύπνησα, δεν έχω βγει ακόμα από τη ζεστή φωλιά που μου εξασφαλίζει ο φίλος μου, ο κύριος Χ. και το όνειρο που είδα το θυμάμαι ακόμα. Ήμουν λοιπόν, στο Μανχάταν! Άκουσον – άκουσον. Σε ένα δωμάτιο, κάπου στην οδό Bayard. Το σωτήριο έτος 1898… Ναι, το είδα και αυτό!

 

Παρόλο που εμείς οι γάτοι λένε ότι έχουμε μόνο εφτά ζωές, εγώ κατάφερα να έχω τουλάχιστον 77! Μόνο έτσι εξηγείται που κατάφερα να πάω στο Μανχάταν, το 1898. Βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο, λοιπόν,  πιο μικρό από το μπαλκόνι όπου λιάζομαι.Στη μια άκρη υπάρχει μια σόμπα για να το ζεσταίνει. Στους τοίχους κρεμασμένα σε καρφιά ρούχα, πάνινοι μπόγοι με τα υπάρχοντα όσων ζουν σ’ αυτό το δωμάτιο, στο πάτωμα αραδιασμένα τα παπούτσια τους. Τα μετρώ… είναι δεκατέσσερα. Δηλαδή, επειδή είμαι άσσος στην αριθμητική, είναι εφτά ζευγάρια. Με άλλα λόγια, εφτά άνθρωποι ζουν εδώ μέσα. Γιατί για να έχει κάποιος από αυτούς δεύτερο ζευγάρι δεν υπάρχει περίπτωση. Φαίνονται ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, σκεπασμένοι με κουβέρτες και κάθε λογής πανιά, φορούν βαριά ρούχα για να ζεσταίνονται. Ένας φορά το κασκέτο του. Ξαπλωμένοι σε στρώματα. Μετρώ κεφάλια: εφτά άνθρωποι. Οι τέσσερις σε μια εσοχή, όπου υπάρχει η κουκέτα – δύο κρεβάτια το ένα πάνω από το άλλο, δύο άνθρωποι σε κάθε στρώμα. Οι υπόλοιποι σε στρώματα, που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο, στο πάτωμα.

PARAS8

Κοιτάζουν έναν κύριο, που ονομάζεται J.A. Riis, φωτογράφος στο επάγγελμα. Αυτός ο κύριος τα βλέπει όλα μέσα από τον φακό μιας τεράστιας φωτογραφικής μηχανής που κουβαλάει. Τους φωτογραφίζει.

 

«Χαμογελάστε ρε, μας βγάζει φωτογραφία», λέει ο ένας από τους ανθρώπους που είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα.

«Αυτό μας έλειπε», απαντά ο ένας από αυτούς στην πάνω κουκέτα.

«Σα να είμαστε περιοδεύων θίασος», αποσώνει ένας άλλος από την κάτω κουκέτα.

«Μην παραπονιέσαι», του απαντά κάποιος από την παρέα.

 

Μιλούν ελληνικά, τους καταλαβαίνω. Είναι μετανάστες από την Ελλάδα, είναι λίγος καιρός που έφτασαν στο Μανχάταν, αφού ταξίδευαν εβδομάδες με το καράβι. Πληρώνουν πέντε σεντς την ημέρα ο καθένας, για το στρώμα που έχουν εξασφαλίσει σ’ αυτό το δωμάτιο. Κοιμούνται δυο – δυο σε ένα στρώμα για οικονομία. Από δυόμιση σεντς το κεφάλι τους βγαίνει. Είναι, τουλάχιστον, ικανοποιημένοι που δεν ξεπαγιάζουν στα πεζοδρόμια. Έτσι λένε…

 

Κοίτα, ρε φίλε, όνειρο που είδα! Ξύπνιος πλέον, σπεύδω να κουλουριαστώ στην αγκαλιά του φίλου μου, του κυρίου Χ. Περιδιαβαίνει σε κάποιες ιστοσελίδες, διαβάζει και μουρμουρίζει: « Στους πρόσφυγες που φτάνουν στο νησί χρεώνουν 50 Ευρώ το δωμάτιο για να κάνουν ένα μπάνιο, πέντε Ευρώ για να τους αφήσουν να φορτίσουν το κινητό τους σε κάποιο από τα μαγαζιά της προκυμαίας, πέντε Ευρώ το μπουκάλι το νερό…. Τους εκμεταλλεύονται και κανένας δεν λέει κουβέντα».

 

Ο φίλος μου, ο κύριος Χ., δεν ξέρει τι όνειρο έχω δει. Αλλά ακούγοντάς τον να μιλάει για την εκμετάλλευση των προσφύγων, εγώ πηγαίνω και πάλι πίσω, στο όνειρο, στο Μανχάταν. Στους μετανάστες που έφυγαν τότε, το 1898 για να βρουν την τύχη τους στο Αμέρικα, χρέωναν 5 σεντς το στρώμα! Βλέπω τα πρόσωπά τους σφιγμένα. Να είναι από το κρύο ή από το πείσμα τους να συναντήσουν κι αυτοί το δικό τους όνειρο; Πού να καταλάβω, κι εγώ, ένας γατούλης; Βλέπω και τα πρόσωπα των προσφύγων στο νησί, στις φωτογραφίες που έχει μπροστά του ο φίλος μου, ο κύριος Χ. Όλοι τους είναι ταλαιπωρημένοι, όπως κι εκείνοι στο Μανχάταν. Τα πρόσωπά τους σφιγμένα, όπως κι εκείνοι στο Μανχάταν. Από το κρύο; Από το πείσμα; Πού να ξέρω, κι εγώ, ένας γατούλης… Κάποιοι χαμογελούν πικρά! Ίσως γιατί κατάφεραν να βγουν ζωντανοί μέχρι το νησί, παρά την κοσμοχαλασιά στη θάλασσα. Πού να ξέρω κι εγώ, ένας γατούλης…