ΚΟΥΚΛΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΚΛΕΣ, και σεις οι άλλες, οι πιο ρίχτερ και σεισμογενείς, γεια και χαρά σας! Η αγαπημένη σας Πιπεριά είμαι και σας χαιρετώ, μια Κυριακή σαν κι αυτή, που γιορτάζουν οι άπιστοι, όπως την Πρωταπριλιά γιορτάζει το ψέμα…
ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΑΣ δηλώσω, μετά λόγου γνώσεως και αυτογνωσίας, ότι η Άνοιξη ήρθε! Άργησε, παραάργησε, αλλά η Άνοιξη ήρθε! Θα μου πείτε, πώς το κατάλαβα η μετεωρολόγος και θα σας απαντήσω ευθαρσώς: η Ευτέρπη! Η Ευτέρπη, μητέρα Τερέζας και Ξέρξη εκ του πρώτου της συζύγου επισήμως (γιατί ανεπισήμως, άλλα λένε οι κακές γλώσσες…), η Ευτέρπη, λοιπόν, άλλαξε γκαρνταρόμπα και εντύθηκε όλο φλοράλ της παγκόσμιας χλωρίδας!
ΕΤΣΙ ΚΑΝΕΙ η Ευτέρπη ανά σαιζόν: προσαρμόζεται ενδυματολογικά στο περιβάλλον, πιο καλά κι από χαμαιλέοντας. Το χειμώνα γκρι, μολυβί του ουρανού και τα συναφή, το καλοκαίρι το φουστάνι της Παπαρίζου στη Γιουροβίζιον με το ηλιοβασίλεμα, ωραιότατα γαλάζια, σιέλ, τιρκουάζ και αναλόγως, ενώ το φθινόπωρο είναι μια υπερπαραγωγή, με τις ομπρέλες και τα άνοράκ της σε υφάσματα υδαρά, πρωτοβροχάτα και φυλλορροούντα! Κι έτσι, μαθαίνουμε κι εμείς τι εποχή έχουμε…
ΕΠΙΣΗΣ, ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ χρόνια, η Ευτέρπη το έχει εξελίξει έτι περεταίρω, και ακούει καθημερινώς Αρνιακό, το καλύτερο Δελτίον Καιρού, που το καταλαβαίνει. Όταν έχει αμφιβολίες με τις προβλέψεις του Αρνιακού, παρακολουθεί και τον Αρναούτογλου, και τους άλλους προβλεψίες επιστήμονες, με εξαίρεση τη Χριστίνα Σούζη, για την οποία θρέφει μια υπέρτατη ζήλια, ανεξήγητη για μας τους υπόλοιπους και απολύτως δικαιολογημένη για την ίδια. Παρακολουθεί, λοιπόν, το δελτίο καιρού και κρατάει τις σημειώσεις της…
ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΤΗΣ προγνώσεως για τον καιρό της επομένης, ετοιμάζει την ενδυματολογική της πρόταση στην κρεμάστρα, να είναι έτοιμη το πρωί. Οπότε, με το που της λες την καλημέρα, ξέρεις την εξέλιξη του καιρού ως το τέλος της μέρας, αν χρειάζεσαι παλτό, ομπρέλα ή θα το ρίξει στον καύσωνα. Οπότε, όλοι της είμαστε ευγνώμονες για τις καλές της υπηρεσίες στην κοινωνία, το καλό που μας κάνει και είναι ένα κινητό πλήρες μετεωρολογικό δελτίο και ξέρουμε τι να βάλουμε και τι να βγάλουμε, και ούτε κρυώνουμε, ούτε σκάμε από τη ζέστη. Αυτή, ναι, είναι χρήσιμη γυναίκα! Πώς είναι η Χριστοδουλοπούλου – καμία σχέση!
Η ΕΥΤΕΡΠΗ, ΠΑΝΤΩΣ, είναι ένας μπαξές τώρα με τα άνθη της και πολύ χαίρομαι που την έχω φιλενάδα και γειτόνισσα, και απολαμβάνω να βλέπω την χλωρίδα του νησιού μας στο ζουμερό της κορμί και να γνωρίζω τα σπάνια και πανέμορφα φυτά του τόπου μας. Γιατί, πού να τα ψάξεις να τα δεις να τα γνωρίσεις; Να τρέχεις μαζί με τον αξιολάτρευτο Μιχαήλ Μπάκα, με τις βερμούδες και τη φωτογραφική μηχανή στα όρη στ’ άγρια βουνά – δεν είμαι εγώ για ορειβασίες, αγάπη μου, γιατί θυμάσαι μια φορά που το επεχείρησα κι εγώ…
ΗΤΑΝΕ ΤΟΤΕΣ, ΠΟΥ νταλαβεριζόμουνα με τον Ορέστη, πρώην γενικό διευθυντή, πρώην ιχθυέμπορα – δεν μπορεί, θα τον θυμάσαι, που έτρωγε τους αχινούς με τα αγκάθια και ξερογλειφόταν, αυτός. Πολύ χρήμα, τέλος πάντων… Αυτός ο Ορέστης, ήταν ρομαντικός άνθρωπος, άσχετα που είχε κατακλέψει όλον τον κόσμο με τον οποίο είχε συναναστραφεί και ιδίως το δημόσιο. Αυτά τα έμαθα μετά, βέβαια, τότε ήμουν μια αθώα παιδούλα, πιο αθώα κι απ’ τη Μπεζεντάκου, μπορώ να σου πω. Ήταν ρομαντικός ο Ορέστης και του άρεσαν οι ρομαντζάδες.
ΣΕ ΤΙ ΒΑΡΚΕΣ ΜΕΣΑ με έβαζε και τραβούσαμε κουπί, σε τι άλογα με ανέβαζε και κάναμε ιππασία, τι ερημικούς περιπάτους κάναμε, τι ηλιοβασιλέματα θαυμάσαμε, άλλο πράμα. Σε καλό απ’ αυτά δεν μας βγήκε τίποτα, γιατί μια φορά με τη βαρκάδα μας πήραν τα ρέματα και φτάσαμε Τουρκία και τότε ήμασταν σε πολύ εμπόλεμη κατάσταση και μας μπουζουριάσανε χωρίς να λογαριάζουμε τα ωραία μου δαντελωτά φορέματα και τα κρινολίνα κι έτρεχε ο θείος Επαμεινώνδας, πρόξενος επί τιμή, να μας φέρει πίσω – και μας έφερε.
ΜΙΑΝ ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ, επί της ιππασίας που λέγαμε, φάγαμε μια σαβούρντα, εγώ και το άλογο, που εμένα μου έφυγε η μασέλα είκοσι μοίρες προς τα δεξιά, έβγαλα έναν γοφό και έναν γομφίο, του δε αλόγου του έφυγε το πέταλο – χρυσό είκοσι καρατίων παρακαλώ – κι ακόμα το κλαίω. Στους ερημικούς περιπάτους συνήθως χανόμασταν και μας ψάχνανε, γιατί δεν είχε τότε κινητά και στα ηλιοβασιλέματα εμένα από την πολλή χαλάρωση με έπαιρνε ο ύπνος. Και μια φορά, που ήθελε να μου δείξει τις χαρές των ορέων και ανεβήκαμε στα κατσάβραχα, ακριβώς όπως η Βλαχοπούλου με τον Καλλιβωκά, την ίδια κατάληξη είχαμε.
ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΤΕ έχω να τον δω τον Ορέστη, γιατί ήταν ψηλά και πανύψηλα και είδα κι έπαθα να κατέβω μοναχιά μου. Ύστερα τον έκλαψα σιωπηλά και μετά μου είπανε τα καθέκαστα για τις λοβιτούρες του και τα παρανομικά του, και καλύτερα που γίναν έτσι, γιατί κι εμένα για Four Seasons μου έλεγε και τα τοιαύτα και μπορεί κι εγώ σήμερα να ήμουν στο Δρομοκαϊτιο με το λούτρινό μου το αρκουδάκι και να έκανα απόπειρες αυτοκτονίας και αποδράσεις. Από μιαν άποψη, καλύτερα έτσι! Κι από Ορέστηδες, να!
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΩ, ΟΜΩΣ, πως πολύ τους χαίρομαι αυτούς που πεζοπορούν την λεσβιακή ύπαιθρο με το ραβδί τους στο χέρι, με όλον τον σεβασμό και στη φύση και στις περιουσίες των άλλων ανθρώπων. Σύλλογοι, παρέες και μεμονωμένοι, σας χαίρομαι και σας ζηλεύω, γιατί απ’ την εποχή του Ορέστη μέχρι σήμερα μεσολαβεί μισός αιώνας και κάτι οσφυαλγίες, ισχιαλγίες και ρευματικά… Σας χαίρομαι, που βλέπετε ομορφιές και καταρράκτες και πουλιά και λουλούδια και ζώα και μονοπάτια και παλιά ντάμια και χαλασμένους μύλους. Συνεχίστε!
ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΙ η εποχή των πουλάκηδων. Που καταντήσαμε Γιώτα μου, μόνο να τα βλέπουμε τα πουλιά πια….
Σας Φιλώ
Η Πιπεριά