Γράφει ο Δημήτρης Αναγνωστής ψυχίατρος -συγγραφέας
Φωτογραφία: Κοντοσφύρης Χάρης / kondosphyris Harris
Τι διακρίνει τον δημοσιογράφο, τουλάχιστον εκείνον που τιμάει το επάγελμά του ή το λειτούργημά του, (όπως το θέλετε); Το ό,τι προσπαθεί να προσεγγίσει ένα θέμα πολιτικού, εννοιολογικού, καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος, είτε απλά της καθημερινότητας, ή ο,τιδήποτε θα μπορούσε να ενδιαφέρει ευρύτερο κοινό, με κριτήριο και γνώμονα να ανακαλύψει και να αποκαλύψει πραγματικά γεγονότα, να προσεγγίσει κατά το δυνατόν την αλήθεια.
Η δημοσιογράφος (και όχι μόνο) Βαρβάρα Γκιγκιλίνη, κόρη του Εμμανουήλ και της Μαριάννας Γκιγκιλίνη, είναι πασίγνωστη στο νησί απ’ τις δραστηριότητές της ως ιδιοκτήτρια και αρχισυντάκτρια της εβδομαδιαίας εφημερίδας “Πολιτικά” της Μυτιλήνης, μέσα απ’ την οποία συνεχίζει το έργο του ιδρυτή της και πατέρα της. Η Βαρβάρα έχει συνείδηση πως η δημοσιογραφία δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γνωρίζει όμως επίσης καλά ότι πρέπει να διέπεται από ευθυκρισία και αντικειμενικότητα, κι όσο κι αν ακούγεται τετριμμένο, να θεραπεύει την αλήθεια.
Για καιρό είχε παρακολουθήσει σε διάφορα μίντια, ή μέσω πληροφοριών από διάφορες κατευθύνσεις, για την ύπαρξη της Πινακοθήκης Χριστόφα Αναγνωστή στην Αγία Παρασκευή: απόψεις, περιγραφές, αλληλογραφία με την Τοπική αυτοδιοίκηση. Άλλωστε στα Πολιτικά πρωτοδημοσιεύτηκε, πριν πολλά χρόνια, ένα άρθρο του δημοσιογράφου του ΑΠΕ Χρήστου Καλουντζόγλου σχετικό με την υπο ίδρυσιν (τότε) Πινακοθήκη. Το θέμα την ενδιέφερε πάντα, γι αυτό και θέλησε να σχηματίσει προσωπική και σφαιρική άποψη για την πινακοθήκη και την πραγματική ιστορία της. Όπως το έλεγε και ο Μιλήσιος ποιητής Φωκυλίδης (τέλος 6ου – αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) “μηδενί δίκην δικάσης πριν αμφοίν μύθον ακούσης”, δηλαδή, σε ελεύθερη απόδοση, να μην βγάζουμε συμπεράσματα χωρίς να εξετάσουμε όλες τις πλευρές μιας υπόθεσης. Κι επειδή και η μητέρα της έχει ιδιαίτερη αγάπη για τα εικαστικά αποφάσισαν να επισκεφτούν μαζί την Αγία Παρασκευή και την Πινακοθήκη.
Η άποψη αυτή της Βαρβάρας (δηλαδή περί του “αμφοίν μύθον ακούσης”) δεν ακούγεται πια πολύ συχνά, κι ακόμη σπανιότερα το βλέπουμε να συμβαίνει. Ούτε και συναντάμε πλέον πολλές φορές μητέρα με κόρη να μοιράζονται ένα ταξίδι για να απολαύσουν μαζί μια αισθητική εμπειρία. Γι αυτό με συγκίνησαν βαθειά. Εν πάσει περιπτώσει, ένα απόγευμα του Αυγούστου ξεκίνησαν με το αυτοκίνητο, διέσχισαν το πανέμορφο τσαμλίκι, που μένει καταπράσινο και μέσα στον καύσωνα, προσπέρασαν την αλυκή με τα φλαμίγκος, και φτάσαν το ηλιοβασίλεμα στην Αγία Παρασκευή.
Η συνάντησή μας κάτω απ’ τον πλάτανο του χωριού μας, στο καφενείο “το κότερο”, με χταποδάκι και ούζο ήταν ό,τι έπρεπε για να μιλήσουμε για διάφορα: για καλές τέχνες, για βιβλία, για …ανέμους και ύδατα. Η κα Μαριάννα, η μητέρα της Βαρβάρας, είχε στοχαστική διάθεση και η μνήμη της πρόσθεσε στην παρέα μας πολλά από το παρελθόν, μέσα απ’ την ποικίλη ύλη των γνώσεών της. Πράγματα που τα είχαμε κρύψει σε κάποια γωνιά του μυαλού μας. Φιλόλογος και κάτοχος της γερμανικής γλώσσας, με σπουδές στη Λισαβόνα και το Τύπινγκεν της Γερμανίας, ήταν μια εξαίρετη αφηγήτρια που μας ταξίδεψε. Η κουβέντα δεν άργησε να φτάσει σε έναν κοινό για όλους έρωτα: την ποίηση, και πιο συγκεκριμένα “στο δόγμα και τη στράτευση στην ποίηση”. Και τότε, εντελώς αυθόρμητα η κα Μαριάννα μας απήγγειλε κάποιους στίχους του μεγάλου Πορτογάλου ποιητή Fernando Pessoa (1888 – 1935). Κανείς μας δεν γνώριζε πορτογαλέζικα, εκτός βέβαια από την ίδια που είναι Πορτογαλίδα, όμως από τον τρόπο της απαγγελίας με την ελεύθερη και τόσο αληθινή φωνή της, ήταν ολοφάνερη η μελέτη σε βάθος του ποιητή, προπάντων πως έβγαινε μέσα από έναν μακρόχρονο, υποσυνείδητο πόνο. Έτσι που ο Ελληνοαυστραλός φίλος μας, που ήταν επίσης παρών στο αντάμωμα αυτό, την παρακάλεσε να το απαγγείλει ξανά. Ήθελε να το ξανακούσει, κι ας μην καταλάβαινε λέξη. Το ίδιο κι εμείς οι υπόλοιποι.
Ευχαριστούμε Βαρβάρα και Μαριάννα για την ωραία βραδυά. Ευχαριστούμε δημόσιια και για όσα καλά και συγκινητικά λόγια έγραψε για μας η Βαρβάρα στην εφημερίδα της.