Ο Θεόφραστος με τον Αριστοτέλη περπατούσαν στην ακρογιαλιά, εκεί όπου κατέληγε το τείχος της Πύρρας. Όταν άφηναν πίσω τους τις βάρκες των ψαράδων, έπαιρναν τον δρόμο που οδηγούσε στο δάσος, περπατούσαν ανάμεσα στα πεύκα και τα αμπέλια. Ήταν καλοκαίρι τριγύρω τους άκουγαν τα τζιτζίκια και με το επίμονο τραγούδι τους. Ο Αριστοτέλης παρατηρούσε τα τζιτζίκια σκαρφαλωμένα στον κορμό των πεύκων. Ο Θεόφραστος τριγυρνούσε γύρω από τα δέντρα, έχοντας μονίμως το κεφάλι ψηλά. Άφηνε το βλέμμα του να φτάσει μέχρι την κορυφή. Παρατηρούσε τη φυλλωσιά, το θρόισμα, τα κλαδιά. Δεν ήθελε να αφήνει τίποτα στην τύχη. Κάθε λεπτομέρεια είχε σημασία. Ο Αριστοτέλης σαν μικρό παιδί έκανε τη χούφτα του παγίδα και ακινητοποίησε ένα τζιτζίκι. Το έπιασε προσεκτικά με τα δύο δάχτυλα. Εκείνο πετάρισε τα φτερά προσπαθώντας να ξεφύγει. Το άφησε. Έφτασαν μετά από αρκετές στάσεις στον νεωσοικό, εκεί όπου οι Πυρραίοι ελλιμένιζαν τα πολεμικά πλοία. Ήταν ένα προφυλαγμένο, απάνεμο λιμάνι, εκεί όπου ο ποταμός των Πυρραίων συναντούσε τον πλούσιο κόλπο. Στα βράχια ο Αριστοτέλης παρατήρησε τα μικρά πουλιά με το μπλε χρώμα, που προσπαθούσαν να τρυπήσουν με το ράμφος τους την πέτρα. Στα κοιλώματα των βράχων έφτιαχναν τις φωλιές τους. Στα ρηχά νερά, καβούρια και μικρά ψάρια έψαχναν τροφή. Ψηλά πετούσαν πουλιά που έψαχναν τη δική τους τροφή. Ο Αριστοτέλης μπήκε στα νερά, έπιασε ένα καβούρι. Μετά άλλο ένα. Προσπαθούσε να διαπιστώσει τα χαρακτηριστικά του καθενός. Οι δύο φίλοι περπάτησαν δίπλα στην όχθη του ποταμού. Σε ένα βράχο είδαν την κυψέλη. Γύρω πετούσαν οι πολύχρωμοι μελισσοφάγοι. Τους έκαναν εντύπωση τα χρώματα των πουλιών. Ο φιλόσοφος προσπαθούσε να αποτυπώσει στο μυαλό του κάθε εικόνα, κάθε λεπτομέρεια. Ο Θεόφραστος γονατιστός, στη ρίζα του βράχου παρατηρούσε τα αγριολούλουδα. Ανακάλυπταν την φύση.
«Γι αυτό πιστεύω πως δεν αρκεί να παρατηρούμε τα άστρα για να κατανοήσουμε το σύμπαν. Πρέπει να παρατηρούμε κάθε πλάσμα της φύσης, όσο ταπεινό κι αν φαίνεται. Μόνο έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε το μεγαλείο που μας περιζώνει», είπε ο Αριστοτέλης στον Θεόφραστο. Κι εκείνος του έδειξε ένα κίτρινο αγριολούλουδο, στην όχθη του ποταμού.
Η βόλτα τους κράτησε ώρες. Γύρισαν στην Πύρρα όταν έπεφτε ο ήλιος κι έβαφε κόκκινα τα νερά του κόλπου. Στο σπίτι που τους φιλοξενούσε τους περίμεναν κρατήρες με κόκκινο κρασί. Ήπιαν στο όνομα του Διόνυσου. Κι έπιασαν να καταγράφουν όσα θαυμαστά είχαν δει.
Ο Αριστοτέλης δεν περιοριζόταν στην παρατήρηση. Κατέγραφε τα όσα έβλεπε, έβαζε σε κατηγορίες τα πλάσματα της φύσης. Όσα ζούσαν στα νερά, στο χώμα, όσα πετούσαν στον ουρανό. Συστηματικά, προσεκτικά. Σημειώσεις που όσο περνούσε ο καιρός γίνονταν περισσότερες. Στο βιβλίο του Historiaeanimaliumκαταγράφει 110 είδη του βασιλείου της φύσης. Αλλά φαίνεται πως απ όλα τα ζώα, εκείνα που τον συγκινούσαν περισσότερο, ή του είχαν εξάψει την περιέργεια, ήταν τα ψάρια.
Την άλλη μέρα κατέβηκε στο λιμάνι με τις ψαρόβαρκες. Ανοίχτηκαν με τον ψαρά στο κέντρο του κόλπου. Η ψαριά ήταν καλή. Μέλαινες, τσιπούρες, σουπιές, καβούρια, καραβίδες, όστρακα. Ο Αριστοτέλης κατέγραφε με λεπτομέρεια το σχήμα τους, τα χρώματα, που ζουν, τι τρώνε, πως κινούνται στον κόλπο. Παρατήρησε πως κάποια είδη έμοιαζαν με άλλα. Όπως τα όστρακα. Άλλα είχαν κελύφη που θύμιζαν τον κυματισμό της θάλασσας, άλλα όστρακα έμοιαζαν με δυο ανθρώπινες χούφτες ενωμένες.
«Αυτά ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Οστρακόδερμα», είπε ο Αριστοτέλης στον Θεόφραστο, δείχνοντάς του τα χτένια, τις γυαλιστερές, τις φούσκες και τα μύδια που είχε μαζέψει από την άμμο και τα βράχια. «Αυτά είναι άλλη οικογένεια», πρόσθεσε, δείχνοντας τα καβούρια, «γιατί έχουν πόδια».
Στους περιπάτους στην Πύρρα, ο Αριστοτέλης έγινε φίλος με έναν ψαρά. Τον ρωτούσε διαρκώς για τη ζωή που έκρυβε ο κόλπος. Ο ψαράς απαντούσε, σα να είχε απέναντί του ένα παιδί.
Ο μεγάλος φιλόσοφος είχε στήσει στην ακρογιαλιά ένα μικρό εργαστήρι. Εκεί παρατήρησε τα αυγά της σουπιάς, που του έφερε μια μέρα ο ψαράς. Ήταν διάφανα. Φαινόταν το έμβρυο. Ο Αριστοτέλης έδειχνε ενθουσιασμένος. Έβλεπε τα μάτια του εμβρύου μέσα από το διάφανο κέλυφος του αυγού. Ο φίλος του ο ψαράς, του έδειξε πως οι σουπιές αλλάζουν χρώμα, πως πετούν μελάνι όταν τρομάξουν, πως κυνηγούν την τροφή τους με τα πλοκάμια τους. Αλλά εκείνο που έμαθε και τον εντυπωσίασε είναι πως ο κύκλος ζωής αυτού του ζώου αυτού είναι μόλις ένας χρόνος. Στο μικρό εργαστήρι του φρόντισε να προμηθευτεί αρκετές σουπιές. Με ένα λεπτό και κοφτερό μαχαίρι τις άνοιγε, παρατηρώντας την ανατομία, τα εσωτερικά όργανα Στο κεντρικό τμήμα του σώματος είδε μια πορτοκαλί ρευστή μάζα. Πίστευε πως είναι η καρδιά του ζώου. Ο Αριστοτέλης έκανε λάθος. Είναι το συκώτι. Αλλά ήταν ένα λάθος που δεν μείωσε καθόλου την σημασία της εντυπωσιακής περιγραφής της σουπιάς. Εξάλλου το λάθος που έκανε τότε, τον 4ο αιώνα προ Χριστού, διορθώθηκε ύστερα από εκατοντάδες χρόνια, τον 17ο αιώνα μετά Χριστόν. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που παρατήρησε, κατέγραψε, κατέταξε τα είδη που έβλεπε στη θάλασσα της Πύρρας.
Κι αφού παρατήρησε, κατέγραψε, κατέταξε τα είδη, ο Αριστοτέλης έκανε μια επανάσταση στην ανθρώπινη σκέψη: Εξήγησε το γιατί, το πώς. Έβαλε την θεωρία δίπλα στην παρατήρηση. Ήταν ένας νέος τρόπος κατανόησης του κόσμου.