Εκεί που τελειώνει ο δρόμος, portoseguro. Σίγρι, δηλαδή. Τριάντα χρόνια τώρα, η διαδρομή είναι το ζητούμενο. Ο δρόμος φιδίσιος, το λιμανάκι αποκαλύπτεται παραδομένο στους αγέρηδες του Αιγαίου, αερικό το ίδιο.
Το Σίγρι των αγέρηδων, των ψαράδων, του απολιθωμένου χρόνου.
Καλωσόρισες Χρίστο και φέτος, μου κλείνει το μάτι. Παίρνω το δρόμο από τη Μυτιλήνη προς τα δυτικά. Περνώ το πευκοδάσος, γαλήνιο να καθρεφτίζεται στον κόλπο της Καλλονής. Σκαρφαλώνω στις πλαγιές του παλιού ηφαιστείου, γυμνές, τραχιές. Ακολουθώ τα χνάρια της λάβας. Εκεί που τελειώνει ο δρόμος περιμένει λιμάνι σίγουρο- portoseguro- το Σίγρι. Μιαν αγκαλιά γης που υποδέχεται τους αγέρηδες το ίδιο στωικά, όπως και τους επισκέπτες. Τους προκαλεί να ανακαλύψουν την ηφαιστειακή γη, να μυρίσουν τα χνώτα των μικρών νησιών που το προστατεύουν από τις φουσκοθαλασσιές: τη Νησιώπη και τον Καβαλούρο. Εκεί που φωλιάζουν φώκιες, παιχνιδίζουν δελφίνια.
Στην μιαν άκρη η παραλία της Φανερωμένης. Με το ξωκλήσι, το λαξεμένο στο βράχο, μιαν ανάσα δρόμος από το χωριό. Δρόμος που έγινε τσιμέντο, αλλά εξακολουθεί να έχει τις πιο καρπερές συκιές του νησιού. Πώς να μην μπεις στον κόπο να κλέψεις ένα σύκο; Κι από την άλλη, ένα φρύδι γης που παιχνιδίζει με τη θάλασσα, η πλαζ. Στην κορφή του λόφου, το μουσείο με τα απολιθωμένα, δέντρα ολόκληρα που τα φύλαξε στα σπλάχνα της η λεσβιακή γης μέχρι τα σήμερα, σχεδόν ατόφια, όπως ήταν πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, όταν ξέσπασε η μανία του ηφαιστείου. Τι ωραία έκπληξη που βλέπω πως με το άνοιγμα του δρόμου έρχονται κι άλλα στο φως! Πάνω από το λιμανάκι το κάστρο – τι κρίμα- παραδομένο στον ανελέητο χρόνο… Κι όμως παραμένει μια ζωγραφιά στον βράχο, που λες και περιμένει τους κλειδοκράτορες που θα θελήσουν να ελέγξουν και πάλι τα καμώματα των καραβοκύρηδων στην καρδιά του αρχιπελάγους. Από τα χρόνια, τα όχι και τόσο παλιά, έμεινε και το τζαμί όπου προσκυνούσαν τον Αλλάχ οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού. Τώρα είναι χριστιανική εκκλησία. Απλά γιατί η πίστη των ανθρώπων είναι ίδια, όπως κι αν λέγεται.
Περπατώ στα σοκάκια, ακολουθώ το σφύριγμα του αγέρα ανάμεσα στα δαρμένα από την αρμύρα σπίτια, παραδίνομαι στην απλοχεριά του χρόνου. Γιατί εδώ γυρίζω κάθε φορά για να μην κυνηγώ τον χρόνο. Για να βυθίζομαι ηδονικά στα χρώματα του λιογέρματος, κάθε που ο βασιλιάς ήλιος πυρπολεί τ΄ απογεύματα.
Μου έλειψε φέτος η παρέα του Βασίλη, έχει μπαρκάρει μακριά. Παλιά πίναμε ούζο και άκουγα τις ιστορίες από τα ταξίδια του στις μακρινές θάλασσες που τον γητεύουν. Κι άλλοι έλειψαν, μα έτσι είναι. Μεγαλώνουμε μετρώντας απουσίες. Επιστρέφουμε για να φύγουμε και πάλι, στοιχηματίζοντας πόσο γρήγορα θα νοσταλγήσουμε τη διαδρομή και την προσμονή της ώρας που θα περπατήσουμε και πάλι μέχρι εκεί που τελειώνει ο δρόμος.
——————————————————————–