Search

“Προσπαθώντας τον ήλιο”…

Γράφει ο 

Χρίστος Καλουντζόγλου

Στους καιρούς αυτούς, όλοι δηλώνουν ότι «προσπαθούν». Για κάτι απροσδιόριστο. Ή μήπως η αοριστία κρύβει την αμηχανία; Κι όλοι δηλώνουν ότι «προσπαθούν», χωρίς να προσδιορίζουν το αντικείμενο. Προσπαθούν τι; Μια καλή μου φίλη έρχεται να δηλώσει «προσπαθώντας τον ήλιο».

 12439215_835103379968605_1132504933924151127_n
Είναι ένα βιβλίο της Ματίνας Νίκα, που εξέδωσε το «Λογότεχνον», ένας εκδοτικός οίκος με έδρα την Θεσσαλονίκη, που μας συνηθίζει σιγά – σιγά σε βιβλία – κοσμήματα. Και μάλιστα σε καιρούς χαλεπούς.
Αναρωτήθηκα διαβάζοντας το «Προσπαθώντας τον Ήλιο», αν πρόκειται για ποίημα ή για πεζογράφημα. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα ποιητικό αφήγημα- μανιφέστο ζωής.
Ήδη από τον τίτλο είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα στημονικό μανιφέστο ζωής. Η μετοχή ενεστώτα στον τίτλο, η λέξη «προσπαθώντας», κατατίθεται ως σκοπός, στόχος, πρόθεση και επίτευγμα.
Κατάθεση από την  αενάως σαρκάζουσα Ματίνα, που αμύνεται σθεναρά υπερασπιζόμενη τις δικές της Θερμοπύλες με χιούμορ.
Το θέμα του ποιητικού αφηγήματος είναι η καθοριστικής σημασίας περιπέτεια υγείας, που αποκαλύπτει διαφορετικά επίπεδα νοηματοδότησης για την πρωταγωνίστρια του αφηγήματος, η οποία ανακαλύπτει σε κάθε σελίδα κι ένα νέο επίπεδο συμβίωσης με την συγγραφέα.
Ο ρυθμός αφήγησης είναι καταιγιστικός, με κινηματογραφικής έμπνευσης flash back, όπου ακόμα κι αν δεν υπάρχει δράση σε πρώτο επίπεδο, τίποτα δεν μένει στάσιμο.
Το αφήγημα εκτυλίσσεται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με βιτριολικό χιούμορ και ειρωνεία πάνω στα οποία αυτοαποδομείται η persona του βιβλίου για να οικοδομήσει εκ νέου την εικόνα της αειθαλούς νέας.
Η γλώσσα  ποιητική, ρέουσα, λαγαρή, διαυγής, με εντυπωσιακή άνεση στην εναλλαγή ανάμεσα στην καθομιλουμένη και την εκζήτηση της καθαρεύουσας. Ισορροπεί σαν την persona του βιβλίου ανάμεσα στο ατημέλητο μετεφηβικό look  και τις ψιλοτάκουνες γόβες  που επιβάλλει το επαγγελματικό dress code.Δεν έχω πρόθεση να περιγράψω μια αγιογραφία της φίλης μου, της Ματίνας, γιατί δεν είναι χρήσιμο. Θα περιδιαβώ τις σελίδες σαν να μοντάρω ένα τρέιλερ ταινίας μικρού μήκους, αποσπώντας από τον ρέοντα λόγο μερικές εκφράσεις:
*ο λόγος δονείται από ρυθμό : «Ω μακάρια πετεινά, τσίου τσίου τσίου, ένα δυο δυο διξ τρία τέσσερα πέντε συγκροτήματα κατοικιών, συντονίστηκα χωρίς προσπάθεια με τον προαιώνιο κραδασμό, συντονίστηκα με του σύμπαντος της ανάσα, δεν ήθελα να φύγω».
Με αυτή τη φράση περιγράφει πως αισθάνεται η νεαρή πρωταγωνίστρια όταν επισκέπτεται την ανασκαφή στο Ακρωτήρι!.*ως άγγελος εξάγγελος σε τραγωδία, η Ματίνα διακηρύσσει τα μελλούμενα :
«Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι, γεια σας και ώρα σας καλή, ζει και ζει και ζει ο βασιλιάς ο ήλιος ζει» – να η υπερσύνδεση με τον τίτλο- δίπλα στη μετοχή ενεστώτα- προσπαθώντας, ο πραγματικός ήρωας «ο βασιλιάς ο ήλιος».*ως χορός σε τραγωδία, σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή, τραγουδάει:
«Ακούω την ιερή του αγανάκτηση και θέλω να βάλω τα γέλια μου τα στεντόρεια, να μ΄ ακούσουνε κι εμένα ίσαμε του Μυρτώου τις πιο μακρινές ακτές, να γίνει ο οίνωψ πόντος, ν  αγκαλιαστεί η Παναγιά με τον Όμηρο, να ψάλλουν ραψωδίες με κεφαλαία και πεζά και μπουζουκάκι τρίχορδο».*ο αυτοσαρκασμός είναι αποτελεσματικό όπλο άμυνας, όπως διαπιστώνω σε διάφορα σημεία του κειμένου. Σταχυολογώ :
–«όλα έχουν τη σημειολογία τους άλλωστε», του είπα κοιτάζοντας τα ημιθανή τριαντάφυλλα».
–«Ερχόταν φυσικά και ο νυν φίλος μου με κατάφορη αγωνία στο βλέμμα και βελγικά σοκολατάκια στα χέρια. Σε εκείνον είχαν προλάβει να πω ότι οι ανθοδέσμες και οι γλάστρες είναι απλά διακοσμητικά με ημερομηνία λήξεως».
–«Το νόμισμα που θα μου βάλετε στο στόμα να μην είναι κάλπικο παρακαλώ. Διότι έχουμε και ένα όνομα το οποίο μέχρι στιγμής έχει διατηρήσει αλώβητη την αγοραστική του αξία».
— «Τηλεφώνησαν για να ευχηθούν χρόνια πολλά και άλλα τέτοια συναφή κι έμειναν τελικά άφωνοι. Χαχάνιζα εγώ και έκανα πλάκα αδιαφορώντας όχι μόνο για τις δικές τους εντυπώσεις αλλά και για τις παρατηρήσεις της μαμάς. «Η επόμενη ανταπόκρισή μας θα γίνει από τόπο χλοερό», είπα. Η μαμά παραδόξως έμεινε σιωπηλή».
*και η διακήρυξη προθέσεων στην έξοδο του χορού, που αποτελείται μόνο από την κορυφαία :
«Πως διαβάζουν άραγε αυτοί που δεν βλέπουν; Κάποιος τρόπος θα υπάρχει. Θα μάθω να διαβάζω χωρίς να βλέπω. Θα μάθω να γράφω χωρίς να βλέπω. Θα μάθω να ζω χωρίς…»

Στους ανθρώπους που μας μαθαίνουν να ζούμε χωρίς… χρωστούμε ευγνωμοσύνη.