Τα πήγα σήμερα για μπάνιο. Είχε διαολεμένο αέρα και τους φώναζα να προσέχουν, τα κύματα ήταν τεράστια. Δυο παιδιά, πολύχρωμα μαγιουδάκια, μάσκες κι ευφάνταστα στρωματάκια θαλάσσης. Παιδιά παλεύαν με τα κύματα ξεκαρδισμένα στα γέλια, περιμένοντας να σκάσει πάνω τους το επόμενο μεγάλο… Τα παιδιά πάλευαν με τα κύματα ξεκαρδισμένα, ευτυχισμένα και η μόνη παραφωνία στην ευτυχία τους ήταν που θυμήθηκαν πως δεν τους άφησα να πάρουν παγωτό, χτες, πέρυσι, κάποτε.
Τα παιδιά πάλευαν με τα κύματα ευτυχισμένα. Τα έβγαλα μια φωτογραφία. Προσπάθησα να την καδράρω νοερά μόνιμα μπροστά μου και το κύμα της να διώξει την εικόνα που έχει καρφωθεί όχι στα μάτια μου μα στα βαθύτερα των φόβων μου, στον πάτο της αποστροφής, στις ξέρες της λύπης. Δε φεύγει η άτιμη, δε φεύγει από μπρος μου. Τα παιδιά και το νερό. Το νερό που τα ξεδιψά, το νερό που γίνεται παιχνίδι τους, το κύμα που προκλητικά κυνηγούν, το ποτάμι, πέρυσι, το παγωμένο, που βούτηξαν κι ενώ τα παρέσυρε το ρεύμα, αυτά πάλι ξεκαρδίζονταν.
Δε φεύγει η άτιμη η εικόνα δε φεύγει.
Ένα παιδί φασκιωμένο στη μπλούζα του μπαμπά, φορεμένο στην γερή του πλάτη, με το ένα χέρι αγκαλιά στον ώμο του να νιώθει ασφάλεια. Άλλο ένα παιδί για να το κλαίμε εμείς, για να εμπορεύονται τον πόνο της εικόνας κάποιοι άλλοι, για να το λένε αναλώσιμο και παράπλευρη απώλεια. Ένα παιδί, άλλο ένα παιδί που δε θα παίξει με το κύμα, δε θα κολυμπήσει σε ένα παγωμένο ποτάμι δε θα ξεκαρδιστεί απ’ τα γέλια, δε θα μεγαλώσει να λέει στα εγγόνια του για «τότε» που διέσχισε ένα ποτάμι πριν πάρα πολλά χρόνια, φασκιωμένο στο ρούχο του πατέρα του, φορεμένο στην πλάτη του, και μετά από χίλιες δύο περιπέτειες, βρήκαν τη δική τους γη της επαγγελίας.
Γελώ! Ποια δική τους; δε θυμάμαι να ‘χω μάθει πως τους την υποσχέθηκε κάποιος Θεός. Ξέρω τι προετοιμασία κάνανε. Ο μπαμπάς το πρωί του ‘πε, “σήμερα το βράδυ θα κάνουμε ένα μεγάλο ταξίδι, στο ποτάμι, θα περπατήσουμε ώρες, εσύ θα ‘σαι στην πλάτη μου να βλέπεις από ψηλά την ομορφιά. Δε θα κλάψεις, δε θα φωνάξεις, θα το κάνουμε σα παιχνίδι. ο μπαμπάς θα σε φορά στην πλάτη κι εσύ θα τον κρατάς σφικτά. θα ‘σαι ασφαλής, θα πάμε σε ένα καλύτερο τόπο θα είμαστε ευτυχισμένοι”
Το ξέρω γιατί κι εγώ αυτό θα έλεγα ένα τέτοιο πρωί αν χρειαζόταν. ” Θα είμαστε ασφαλείς, πίστεψε σε μένα, θα σε έχω πάνω μου κολλημένο, αγκάλιασέ με, πάμε σε ένα καλύτερο κόσμο”
Δεν τολμώ πια να κλάψω. Ντρέπομαι.