Search

“Πάρε με όταν φτάσεις”

του Θεόφιλου Τραμπούλη.

Η πρόταση «Πάρε με όταν φτάσεις» συνοψίζει με σπαρακτικό τρόπο τον πόνο της, αδιανόητης υπαρξιακά αλλά απόλυτα νοητής πολιτικά, τραγωδίας στα Τέμπη. Ένα μικρό προσωπικό και αυθόρμητο σχόλιο για το υποκείμενο που μιλάει σε αυτήν την φράση, η οποία είναι από μόνη της δηλωτική του πένθους, διότι ο συνομιλιακός της χαρακτήρας τονίζει ότι κανένα πένθος δεν είναι ατομικό αλλά μέρος μιας συλλογικής διαδικασίας: η φράση αυτή λοιπόν μέσα στη διαλογικότητά της δεν επιβεβαιώνει μόνον κοινωνικούς δεσμούς και αγωνίες για την μοίρα του άλλου αλλά υπενθυμίζει πως η διάρρηξη της συναισθηματικής μέριμνας είναι η αμείλικτη συνέπεια της αποδιάρθρωσης των τεχνικών και πολιτικών υποδομών που οδήγησαν στην τραγωδία. Είναι ριζικά αντίθετη στην πρόταση της Θάτσερ: «δεν υπάρχουν κοινωνίες, υπάρχουν μόνον μεμονωμένα άτομα και οικογένειες». Η φράση κραυγάζει με οδύνη πως, όταν διαλυθεί η κοινωνία, η αγωνία για το μήνυμα που δεν φτάνει ποτέ πλήττει ακριβώς τα άτομα και την οικογένεια. Ποιος είναι αυτός που μιλάει; Ποια είναι αυτή που μιλάει; Αξημέρωτα το πρωί της Τετάρτης με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου κλαίγοντας. Είχε θυμηθεί τις δεκάδες φορές που με περίμενε όταν ήμουν φοιτητής να της τηλεφωνήσω ότι έφτασα ασφαλής στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζα. Ακούω αυτές τις ημέρες τις συντετριμμένες φίλες μου και νιώθω πώς αίφνης η μητρότητα, η παραμελημένη μητρότητα, η από μένα απαξιωμένη μητρότητα, αναδύεται μέσα από την τραγωδία ως ένας πολύτιμος θύλακας πόνου, οργής, διατήρησης της μνήμης, κοινωνικής συνοχής. Φυσικά όχι μόνον οι μητέρες, εξίσου οι πατέρες, εξίσου ερωμένες και εραστές. Νομίζω πως η μητρότητα έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο εδώ στην κατανόηση της απώλειας. Από μια άποψη επαναφέρει ένα παραδοσιακό πολιτικό υποκείμενο «μητέρας» όπως στον Επιτάφιο του Ρίτσου, την μητέρα που λέει: «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιας μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου […] τώρα δεν με παρηγοράς και δεν μου βγάζεις άχνα». Και εδώ κι εκεί σημείο του ανείπωτου πολιτικού πόνου είναι η σιωπή του παιδιού που «δεν θα πάρει ποτέ όταν φτάσει». Η μητέρα σήμερα, αυτές τις μέρες, δεν είναι ακριβώς η μητέρα που ενέπνευσε τον Ρίτσο. Η μητρότητά της δεν αναπαράγει έναν παραδοσιακό ρόλο, δεν είναι η μητέρα που λέει: «Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου, ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου», δηλαδή η ασθενής μητέρα που (εξ)αντλεί τον ρόλο της στη σχέση με το τέκνο, αλλά μια ισχυρή μη ετεροκαθοριζόμενη μητρότητα.