Σύμφωνα με πολύμηνη δημοσιογραφική έρευνα των μέσων ενημέρωσης Guardian (Bρετανία), Lighthouse Reports (Ολλανδία), Mediapart (Γαλλία) και Spiegel (Γερμανία) αποκαλύπτει δολοφονικές ενέργειες του Ελληνικού Λιμενικού, που, στο πλαίσιο παράνομων και βίαιων επαναπροωθήσεων, δε διστάζει να ρίχνει πρόσφυγες στη θάλασσα, είτε γνωρίζουν κολύμπι είτε όχι, χωρίς να χρησιμοποιεί τις γνωστές φουσκωτές σχεδίες τύπου liferaft.
Η έρευνα που δημοσιοποιήθηκε σήμερα, επικαλείται μεταξύ άλλων, δύο αξιωματικούς του Λιμενικού, που μιλούν ανώνυμα, οι οποίοι επιβεβαιώνουν την πρακτική που εφαρμόζει το Λιμενικό όταν επαναπροωθεί μικρές ομάδες προσφύγων, τους οποίους ρίχνει κατευθείαν στη θάλασσα, για να κολυμπήσουν στην Τουρκία, προκειμένου να αποφύγει, για λόγους οικονομίας, να χρησιμοποιήσει τις σχεδίες που κοστίζουν ακριβά, καθώς τυχόν διαγωνισμός για νέα προμήθεια από liferaft θα προκαλούσε ερωτήματα και θα έστρεφε το φως στις παράνομες επαναπροωθήσεις.
Οι δημοσιογράφοι πήραν μαρτυρίες από θύματα και αυτόπτες μάρτυρες, όπως και συνεντεύξεις από αξιωματούχους του Ελληνικού και του Τουρκικού Λιμενικού, είδαν απόρρητα έγγραφα, υλικό από δορυφόρους και υλικό από επικοινωνίες σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης και κατάφεραν να ανασυστήσουν τις εγκληματικές ενέργειες του Λιμενικού στο πλαίσιο επιχείρησης επαναπροώθησης από τη Σάμο, στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με την έρευνα, δύο πρόσφγυγες, ο Σίντι Κέιτα, 36 ετών, από την Ακτή του Ελεφαντοστού και ο Ντιτνιέρ Μάρσαλ Κουαμού Νάνα, ετών 33, από το Καμερούν, βρήκαν τραγικό θάνατο από πνιγμό στις 16 Σεπτεμβρίου, όταν μέλη του Λιμενικού τους μετέφεραν κρυφά από τη Σάμο στα ανοιχτά του Αιγαίου και τους πέταξαν στη θάλασσα, ενώ δεν ήξεραν κολύμπι. Ένας τρίτος, ο Ιμπραήμ, στο παρελθόν μέλος του Λιμενικού του Καμερούν, κατάφερε να βγει ζωντανός στα τουρκικά παράλια στο Αϊδίνι, έζησε και διηγήθηκε το έγκλημα των ελληνικών αρχών στους δημοσιογράφους.
Οι τρεις πρόσφυγες είχαν επιβιβαστεί τα ξημερώματα στις 15 Σεπτεμβρίου σε βάρκα με συνολικά 36 πρόσφυγες, που έφτασε στη βορειοανατολική ακτή της Σάμου, στο ακρωτήρι Πράσσο, γύρω τις 7 το πρωί. Ενημέρωσαν με ηχητικό μήνυμα την οργάνωση Aegean Boat Report, όπως και την οργάνωση Human Rights Legal Project, στην οποία έστειλαν μήνυμα που ενημέρωνε για την άφιξη της βάρκας, και φωτογραφίες σκάφους του Λιμενικού που βρισκόταν στην περιοχή. Στις 10:25, η Human Rights Legal Project ενημέρωσε με ηλεκτρονικό μήνυμα την τοπική αστυνομία, την Ύπατη Αρμοστεία, στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει την έδρα του στο νησί και το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Σάμου, ζητώντας να τους παρασχεθεί βοήθεια για να καταγραφεί το αίτημά τους για άσυλο. Δεν υπήρξε απάντηση.
Λίγο μετά την άφιξη στη στεριά, μάρτυρες λένε ότι άκουσαν θόρυβο από πυροβολισμούς. Η ομάδα των προσφύγων χωρίστηκε και κρύφτηκε στη δασώδη περιοχή. Οκτώ έφυγαν προς το νησί, οι υπόλοιποι 28 συνελήφθησαν. Το ίδιο απόγευμα, τους επιβίβασαν σε σκάφος του Λιμενικού, που τους οδήγησε στα ανοιχτά του πελάγους, τους ανέβασε σε δύο φουσκωτές σχεδίες τύπου liferaft και τους εγκατέλειψε ακυβέρνητους στη θάλασσα.
Ανάμεσά τους γυναίκες με μικρά παιδιά και μωρά, τα οποία οι λιμενικοί – ανάμεσα στους οποίους πολλοί με καλυμμένα τα πρόσωπα – τα πετούσαν στα liferaft «σα να πετούσαν σκουπίδια», σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Τουλάχιστον τρεις χτυπήθηκαν σκληρά, με γροθιές στο πρόσωπο και στο στομάχι, ενώ τουλάχιστον μία γυναίκα υποβλήθηκε σε σωματικό έλεγχο στα γεννητικά όργανα από αξιωματικούς που έψαχναν για λεφτά και της αφαίρεσαν 500 ευρώ. Μιας ετοιμόγεννης έσπασαν τα νερά μέσα στο liferaft και γέννησε λίγο μετά τη διάσωσή τους από το τουρκικό λιμενικό.
Από τους υπόλοιπους οκτώ, οι τέσσερις κατέφυγαν στο ΚΥΤ. Οι άλλοι τέσσερις συνελήφθησαν. Μία από αυτές, την έπιασαν έξω από μοναστήρι της περιοχής, της έδωσαν ένα μπουκάλι νερό και την έριξαν στη θάλασσα, όπου τη διέσωσαν στις 17 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι λιμενικοί. Άλλοι τρεις, ο Κέιτα, ο Κουαμού και ο Ιμπραήμ, κοιμήθηκαν το βράδυ στο δάσος και συνελήφθησαν την επομένη, καθώς προχωρούσαν στο δρόμο, από άντρες που τους είπαν ότι είναι αστυνομικοί. Τους πήραν κινητά και λεφτά και τους οδήγησαν σε λιμάνι, τους έβαλαν σε ταχύπλοοο Rafnar και μεσοπέλαγα τους πέταξαν στη θάλασσα, αφού τους χτύπησαν βίαια.
Ο Ιμπραήμ κατάφερε κολυμπώντας και με τη βοήθεια των κυμάτων που τον έσπρωχναν προς τα τουρκικά παράλια, να βγει ζωντανός. Οι άλλοι δύο δεν ήξεραν κολύμπι. Το πτώμα του Κέιτα ξεβράστηκε στην ακτή λίγο αργότερα και δυο μέρες μετά ξεβράστηκε και το πτώμα του Κουαμού. Η σορός του Κουαμού μεταφέρθηκε με έξοδα της οικογένειάς του στην πατρίδα του το Καμερούν και θάφτηκε εκεί. Ο Κέιτα είναι θαμμένος σε ανώνυμο τάφο στη Σμύρνη, καθώς η οικογένειά του δεν είχε τα λεφτά για να μεταφερθεί στην Ακτή του Ελεφαντοστού. Ο Ιμπραήμ κατάφερε να ξανάρθει στην Ελλάδα για να ζητήσει άσυλο.
Ο δικηγόρος Δημήτρης Χούλης από το Human Rights Legal Project καταθέτει μήνυση για κακουργηματικές πράξεις, εκπροσωπώντας πρόσφυγες από την ομάδα των 36 προσφύγων.
Η ΕΛ.ΑΣ. απάντησε στα ερωτήματα των δημοσιογράφων ότι, στο πλαίσιο αυστηρού πειθαρχικού ελέγχου, η αστυνομία διερευνά κάθε πληροφορία που αφορά καταγγελία κακομεταχείρισης στα σύνορα, περιλαμβανομένων των καταγγελιών για επαναπροώθηση, ώστε να επιβληθούν οι προβλεπόμενες ποινές και να αποφευχθούν παρόμοια περιστατικά στο μέλλον.
Σε απάντησή του, το γραφείο τύπου του Λιμενικού αναφέρει ότι «οι πρακτικές που περιγράφονται και αποδίδονται σε επιχειρησιακά μέσα και προσωπικό του Λιμενικού Σώματος – Ελληνική Ακτοφυλακή δεν αντιστοιχούν στις επιχειρησιακές διαδικασίες του φορέα για την αποτροπή μη εξουσιοδοτημένων διελεύσεων των συνόρων διαχείρισης των υπηκόων τρίτων χωρών στο πλαίσιο της επιτήρησης των θαλάσσιων συνόρων» και ότι «σε κάθε περίπτωση, όμως, σε συνεργασία με τις δικαστικές αρχές και λοιπούς συναρμόδιους φορείς υφίστανται σχετικοί μηχανισμοί ελέγχου, όπου απαιτείται». (Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών”