Κείμενο: Βαρβάρα Γκιγκιλίνη
Φωτό: Αρχείο Σάββα Φιλιππέλλη
Τέλη δεκαετίας του ’80, Σαββατόβραδο στην Προκυμαία. Έξω από το εμβληματικό κτήριο της παλιάς οθωμανικής τράπεζας, σχηματίζονται ουρές, ο κόσμος δίνει μάχη για να τρυπώσει στην πρώτη ντισκοτέκ στο κέντρο της Μυτιλήνης, όπου η μουσική, τα φωτορυθμικά και το αλκοόλ μπερδεύονται και δημιουργούν μια νέα τάση διασκέδασης στην επαρχιακή μας πόλη.
Στην κατάμεστη είσοδο ένα νεαρό μελαχρινό αγόρι, κόβει τα εισιτήρια κι ελέγχει τους μελλοντικούς θαμώνες της ντισκοτέκ και το κάνει με τέτοια μαεστρία , σαν να κάνει την πιο σπουδαία δουλειά στον κόσμο…
Ήταν η εποχή της “Up and down”.
Η γενιά μας, θυμάται εκείνη την περίοδο που προσπαθούσαμε τα Σάββατα να «ψήσουμε» τους δικούς μας να μας αφήσουν ένα μισάωρο παραπάνω. Και ήταν το κρίσιμο μισάωρο γιατί στις 11.30 έμπαιναν τα μπλουζ στα deck. Τα social media της εποχής δηλαδή, με τρυφερά αγγίγματα και επικοινωνία έως που να ‘ρθει το επόμενο Σάββατο για τη συνέχεια. Μια συγκλονιστικά αληθινή και τρυφερή εποχή, που όσοι την έζησαν, έχουν ακόμη μέχρι σήμερα γεμάτες τις μπαταρίες των αναμνήσεων.
Ο Σάββας Φιλιππέλλης, ξεκίνησε να κρατάει δίσκο στα 12 χρόνια του, ως «τσιρακέλ’» στο καφενείο που βρίσκονταν στον αύλειο χώρο της Καθολικής εκκλησίας , της λεγόμενης «Φραγκόκλησας» στην κεντρική αγορά της Ερμού και σήμερα ακόμη μετά από 39 χρόνια βρίσκεται στο ίδιο πόστο, στην ίδια πόλη και είναι ένας από τους πιο παλιούς «καφετζήδες» ή στη σύγχρονη γλώσσα, baristas, που ξεκίνησε και συνέχισε με συνέπεια τη ζωή του, με έναν δίσκο και πίσω από την μπάρα.
Με πρώτο αφεντικό τον Νησιώτη, στο δισκάδικο της Ερμού μπήκε ένα βράδυ στην ντισκοτέκ για να πάει βινύλια στον d j και παρέμεινε στον χώρο για πάντα.
Η γύρα του στα πιο σημαντικά μπαρ της περιόδου τον έκαναν να επενδύσει σε αυτό που του άρεσε. Να κάνει τους ανθρώπους να περνούν καλά.
«Ακόμη θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου», μας λέει « Σαν σε ιεροτελεστία, είδα τα φώτα , τους μπάρμαν να αναμειγνύουν τα οινοπνεύματα και τους χυμούς, τη δυνατή μουσική…Αυτό ήταν, είπα μέσα μου. Εδώ θέλω να είμαι κι εγώ..» Κι έτσι ξεκίνησε και από πωλητής σε βινύλια βρέθηκε αρχικά στο πόστο της εισόδου της ντισκοτέκ και όσο περνούσαν οι μήνες, ο Σάββας, είχε μάθει όλα τα κατατόπια αλλά και τις συνταγές για τα ποτά και πολύ γρήγορα βρέθηκε -σχεδόν αμούστακο παιδί ακόμη- πίσω από το μπαρ να ελέγχει την μπάρα αλλά και να κάνει τον κόσμο να περνάει όμορφα. Ένα από τα ταλέντα του ήταν και είναι το αστείρευτο του χιούμορ. Χιούμορ κυρίως αυτοσαρκασμού που δίνει την άνεση σε όποιον κάθεται στο σκαμπό να ανοιχτεί αλλά και να αρχίσει να μιλάει για τα δικά του.« Είμαι αυτοδίδακτος. Ξεκίνησα με το ίδιο αφεντικό στο κατάστημα που είχε δίσκους στην Ερμού, ως dj και συνέχισα ως γκαρσόνι της εποχής και μετά ως μπάρμαν.
Η αλήθεια είναι ότι διάβασα πολλά βιβλία για ποτά και έκανα εξάσκηση με τις ώρες. Ήταν μια άλλη εποχή, με πολλά μπαρ και ελάχιστους μπάρμαν. Τώρα υπάρχουν ακόμη πολλά μπαρ και ακόμη περισσότεροι μπάρμαν, πολλοί από τους οποίους είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες. Η σημερινή εικόνα της νυχτερινής ζωής όμως, ακόμη και το καλοκαίρι, απέχει από αυτό που ζούσαμε εμείς τότε, έχει μεγάλες διαφορές με την παλιά, όπως την έζησα εγώ. Τότε, ο κόσμος διασκέδαζε και γελούσε με την ψυχή του. Οι πελάτες δεν έβγαιναν μόνο για να πιουν, αλλά για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Σήμερα όλοι είναι κάπως… Λείπει το χαμόγελο, ενώ όλοι είναι καρφωμένοι στα κινητά τους. Εδώ θα πρέπει να σας πω μια μικρή ιστορία που αποδεικνύει και αυτό που σας λέω. Δουλεύω σε ένα μπαρ το βράδυ και κάθονται μπροστά μου τρείς πολύ όμορφες κοπέλες. Από την στιγμή που έρχονται και κάθονται μπροστά στο μπαρ ασχολούνται και οι τρεις με το κινητό τους. Δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα, ούτε έχουν αγγίξει το ποτό τους. Στη μια ώρα περίπου βγάζουν φωτογραφία (σέλφι ) και με τα εικονίδια των social καταγράφουν που βρίσκονται και ότι περνάνε τέλεια …»!
Τα μπαρ από τα οποία πέρασε ο Σάββας είχαν καταγράψει τη δική τους ιστορία από τη δεκαετία του ‘80 μέχρι και σήμερα. Ο ίδιος θυμάται την εποχή της «Ουτοπίας», της αξέχαστης «Νιρβάνας» της «Φοντάνας» του Νέλλου και των καφετεριών που άφησαν εποχή, όπως η «Ναταλί», το «Σελέκτ» του Ψούχλου, το στέκι της νεολαίας, το «Yellow Mellow» της Ράνιας, του Δημάκη και της Βάσως που μας σύστησαν στα πιο νόστιμα σάντουιτς της εποχής, του “Aν” αλλά και των ντισκοτέκ που ξεκίνησαν σχεδόν όλες μαζί τη λειτουργία τους. «What», «Galactica», «Paradise» «Seven», «Αποκάλυψη», «Annabel», ενώ λίγο αργότερα το καλοκαιρινό «Janet’s Club» με την δυναμική πάντα Ζανέτα που λειτουργούσε τις επιχειρήσεις της οικογένειας Πατσόπουλου με γερμανική πειθαρχία. Τη δεκαετία του ’90 τα μπαρ απέκτησαν άλλο χαρακτήρα. Έτσι μαζί με το ποτό μπορούσες να βρεις και καλό φαί σε κάποια από αυτά, ενώ η διασκέδαση, ήταν στα φόρτε της. Μερικά από αυτά που θυμόμαστε ακόμη και σήμερα ήταν η «Όστρια» της Μαρίας Κουμάνια που ήταν μια από τις πρώτες γυναικείες περσόνες που άλλαξαν τη ζωή της νύχτας και κατόπιν στα άλλα μπαρ που άνοιξε η ίδια όπως οι ανεπανάληπτες «Σειρήνες», ενώ αργότερα ανέλαβε το ιστορικό «Quebracho» των Γκιγκιλίνη, Σουρλάνγκα , Αβαγιανού που ανέτρεψε τη βραδυνή ζωή της Μυτιλήνης και αποτελεί από μόνο του ένα ιστορικό κομμάτι της διασκέδασης του Β.Α. αιγαίου.
Το «Νοτόριους» της Κουνέλας και του Ρεμύ ήταν και αυτό ένα σήμα κατατεθέν, όπως και το «Gold» αργότερα, η «Αβησσυνία», το «El Sol», το «Le clou»,της Ελίζας και του Τάσου το «Πέτρινο» του Μαμώλου, το «Μάκαρα» του Λάκη και της Έφης, το «Σάλιμαρ», του Καραντώνη και μετά στο pick της Προκυμαίας που άνθισαν το « Marush» , το «Faces», το «Ρομέο», το «Ocean eleven», «Κάβουρας» και πολλά άλλα που καθόρισαν τις δεκαετίες ’80 και ’90.
Οι ιστορίες που άκουγε σχεδόν καθημερινά από τους μετρ της νύχτας την εποχή εκείνη τον έκαναν να μάθει από πολύ νωρίς τα μυστικά των μπαρ και της νύχτας.
Ο μπάρμαν πουλάει, ποτά και … τρέλα
«Ο μπάρμαν πουλάει, τρέλα! Σε ένα μπαρ, ο μεθυσμένος και ο αλκοολικός μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη φασαρία. Κι εκεί δείχνουν και τον αληθινό χαρακτήρα τους. Χρειάζεται σεβασμός και κυρίως ηρεμία για να τους καλμάρεις. Ο μπάρμαν είναι ένα είδους ψυχολόγου της νύχτας, όλοι θέλουν να του πουν τα προβλήματά τους, από τα επαγγελματικά μέχρι τα πιο προσωπικά. Στο μπαρ, ένας κλειστός τύπος μπορεί αν αισθανθεί άνετα να ανοιχτεί σε διάφορα επίπεδα. Ο κανόνας όμως είναι ένας… Η νύχτα χρειάζεται ισορροπίες.»
Να επενδύσουμε σωστά στη γνώση
Στα τόσα χρόνια εμπειρίας του ο Σάββας, έχει αποκτήσει και τη δική του φιλοσοφία, ενώ θεωρεί ότι γίνονται πολλά λάθη στις επιχειρήσεις εστίασης και αναψυχής. Ο επαγγελματισμός την δεκαετία του ΄80 μπορεί να μην είχε ως άξονα τις σημερινές τεχνικές και τη γνώση, είχε όμως έναν απαραίτητο παράγοντα. Να ευχαριστηθεί ο πελάτης. Να νιώσει άνετα και όμορφα. «Πρέπει να υιοθετήσουμε τάσεις και να επενδύσουμε περισσότερο στον επαγγελματισμό» μας λέει ο ίδιος, που περίμενε ότι μετά από τόσα χρόνια θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. «Πρέπει να επενδύσουμε στο hospitality και να συνειδητοποιήσουμε ότι ακόμη και αν έχουμε να σερβίρουμε ορδές πελατών δεν κάνει να αγχώνουμε τον πελάτη. Ας μην ξεχνάμε ότι το νησί που ζούμε είναι μικρό και εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης οι επιλογές μπορεί να είναι πολλές, όμως το πορτοφόλι μας μπορεί να υποστηρίξει μόνο μερικές από αυτές και όχι όλες … Άρα θα πρέπει να δίνουμε το καλύτερο προϊόν και την καλύτερη συμπεριφορά μας σε εκείνον που μας επιλέγει..»
Μπάρμαν για πάντα !
Ο Σάββας παραμένει κατ’ επιλογήν καφετζής ακόμη και σήμερα. Επιμένει να μένει στη Λέσβο γιατί λατρεύει την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής που έχει. Πίνει τα ουζάκια του με τους φίλους του, συχνά πυκνά, χωρίς να επιτρέπονται τα κινητά στο τραπέζι, μιλάει για το μέλλον με οδηγό το παρελθόν και τις εμπειρίες που έχει αποκομίσει από όλες τις ανθρώπινες ιστορίες που έχει ακούσει. Αγαπάει την πόλη και θα ήθελε, όπως όλοι μας, να τη δει στα καλύτερα της. Απεχθάνεται το δήθεν που πλασάρει η σύγχρονη κοινωνία και επιμένει να φοράει την ποδιά του και να πιάνει κουβέντα με τους θαμώνες κάθε επιχείρησης που απασχολείται. Του αρέσει αυτό το ουσιαστικό «νταλαβέρι» που ο καθένας αισθάνεται ότι η ζωή και τα προβλήματα της είναι σημαντικά και για τον ακροατή .
Σήμερα θα τον βρείτε στο BE HAPPY του Μήτσου στην πλατεία Σαπφούς και θα σας φτιάξει καφέ που θα τον θυμάστε… Αν τον πετύχετε χωρίς πολύ δουλειά, μπορεί να σας αρχίσει και τα ανέκδοτα του, τα οποία θα σας κρατήσουν περισσότερη ώρα απ΄ότι έχετε υπολογίσει …