Δια χειρός Παρασκευά
Ημερολόγιο 05 Οκτωβρίου 2015
Αγαπημένο μου ημερολόγιο. Πριν κατέβω από τα κλαδιά της μουριάς στην αυλή με το δροσερό νερό, τις τραγανές κροκέτες και την φιλική διάθεση των ανθρώπων που ζούσαν σε αυτό το σπίτι, θυμάμαι ότι δίναμε μάχη εμείς οι κεραμιδόγατοι του χωριού για τον σκουπιδοτενεκέ με τα λιγοστά καλούδια που πετούσαν μέσα σε νάιλον σακούλες. Ήμουν νεαρός και πολύ σβέλτος κι έτσι πάντα τα κατάφερνα. Όταν γουργούριζε η κοιλιά μου δεν είχα παρά να ακολουθήσω τις μυρουδιές στους δρόμους του χωριού. Έτσι εξασφάλιζα πάντα φαγητό, έστω κι αν μερικές φορές ήταν λίγο. Τότε, όταν με έπαιρνε ο ύπνος, ονειρευόμουν ψητές σαρδέλες με μπόλικο λάδι και μου έτρεχαν τα σάλια.
Οι άνθρωποι από όσα έχω καταλάβει στα χρόνια που ζω μαζί με τον φίλο μου, τον κύριο Χ και την οικογένειά του, δεν δίνουν τέτοιες μάχες σε σκουπιδοτενεκέδες. Ή τουλάχιστον αυτό πίστευα μέχρι σήμερα. Γιατί αυτό που αντίκρισα από το μπαλκόνι, όπου λιαζόμουν το πρωί, με έβαλε σε σκέψεις.
Έξω από την πρασιά υπάρχουν οι κάδοι όπου οι άνθρωποι πετούν τα σκουπίδια τους. Κι εδώ, στη μεγάλη πόλη όπου με έφεραν από το χωριό, τα σκουπίδια είναι περισσότερα απ΄ ό,τι στο χωριό. Εκεί πετούσαν λιγότερα. Έτρωγαν λιγότερο, ή έτρωγαν και τα σκουπίδια; Δεν έχω καταλάβει, γιατί εγώ όλα αυτά τα χρόνια, βρίσκω τις τραγανές κροκέτες στο κουπάκι μου, μόλις νιαουρίσω. Πάντως εδώ, στους σκουπιδοτενεκέδες της πόλης, οι κεραμιδόγατοι κάνουν πάρτι. Έχω δει μια κατάμαυρη γατούλα που τριγυρίζει στη γειτονιά κι έναν κεφάλα σαν τίγρη, που ξέρουν τα κατατόπια. Αυτό όμως που συνέβη το πρωί ήταν μια εικόνα που δεν την έχω ξαναδεί.
Ήταν ένας κύριος με άσπρα μακριά μαλλιά, ψηλός, που έσερνε μια βαλίτσα με ροδάκια. Σταμάτησε μπροστά στον κάδο, τον άνοιξε και έσκυψε μέσα, μέχρι την μέση, ψάχνοντας. Τον κοιτούσα αρκετή ώρα. Έβγαζε από τον κάδο μία – μία τις σακούλες, τις έσκιζε και τις έψαχνε. Μόλις έβρισκε κάτι που μπορούσε να το φάει, το έβαζε σε μιαν άλλη σακούλα που είχε κρεμάσει στη βαλίτσα του. Αυτές οι βουτιές στον σκουπιδοτενεκέ συνεχίστηκαν για αρκετή ώρα και φαίνεται πως όταν σηκώθηκε για να φύγει είχε ήδη μαζέψει αρκετά χρήσιμα σκουπίδια.
Την ώρα λοιπόν, που σηκώθηκε, είδα τον κεφάλα κεραμιδόγατο που μοιάζει με τίγρη και συχνάζει στη γειτονιά, να δίνει ένα σάλτο και να πηδάει μέσα στον ανοιχτό κάδο. Προφανώς τον πήραν οι μυρουδιές, σκέφτηκα. Ο άνθρωπος έκανε να φύγει, αλλά μόλις είδε τον κεραμιδόγατο ξαναγύρισε. Έσκυψε και πάλι στον κάδο. Ο κεραμιδόγατος που ήταν ήδη μέσα νιαούρισε εκνευρισμένος. Καταλαβαίνω τι έλεγε, ότι αυτός ήταν δικός του κάδος κι ο άνθρωπος δεν είχε καμιά δουλειά. Ο άνθρωπος απάντησε με τη γνωστή ανοησία : “ψιτ!”. Λες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς οι γάτοι, είτε ζούμε στα κεραμίδια, είτε στα φιλόξενα σπίτια των ανθρώπων, να μαθαίνουμε την γλώσσα τους. Τι θα πει “ψιτ”; Ο κεραμιδόγατος δεν καταλάβαινε από “ψιτ”,απάντησε στον άνθρωπο με τον δικό του τρόπο. Νιαούρισε πιο δυνατά και νευρικά. Του έλεγε πως αρκετά είχε μαζέψει. Ο άνθρωπος επέμενε, όπως και ο γάτος. Ο γάτος έβγαλε νύχια, ο άνθρωπος προσπάθησε να τον χτυπήσει. Γινόταν μάχη μέσα στον κάδο.
Ο κεραμιδόγατος μέσα στον σκουπιδοτενεκέ, ο άνθρωπος κι αυτός κρεμασμένος ο μισός μέσα. Ο αγώνας έδειχνε άνισος. Συνήθως κερδίζει ο πιο δυνατός. Ή μήπως ο πιο πεινασμένος; Είδα τον γάτο να βγαίνει με ένα δυνατό σάλτο από τον κάδο, κρατώντας στο στόμα ένα κομμάτι ψωμί. Ο άνθρωπος έμεινε έτσι, κρεμασμένος μέσα στον σκουπιδοτενεκέ κι άλλη ώρα. Ψαχούλευε και τις υπόλοιπες σακούλες που ήταν στον πάτο και προφανώς δεν τις είχε ανοίξει στην πρώτη έρευνα. Ο κεραμιδόγατος αρκέστηκε στο ψωμί. Ο άνθρωπος ήταν πιο πεινασμένος. Έψαξε κι άλλο. Όταν έφυγε μου φάνηκε πως τραγουδούσε. Ή μήπως έκλαιγε;