Άρχισε να μυρίζει φρεσκοαλεσμένη ελιά η λεσβιακή ύπαιθρος, όπου τα λιοτρίβια άρχισαν να αλέθουν την πολύ μικρή πλην όμως πανάκριβη, φετινή παραγωγή.
«Ξεκινήσαμε και αλέθουμε τη φετινή πρώιμη παραγωγή ελαιοκάρπου που φέτος είναι υγιής και άρα το παραγόμενο προϊόν είναι καλής ποιότητας» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μιχάλης Τζωρτζής, ιδιοκτήτης της «Ελαιοτριβείο Τζωρτζής – τυποποίηση και εμπορία ελαιολάδου». Μιας επιχείρησης που αλέθει, τυποποιεί και πουλάει και δικά της αλλά και λάδια άλλων παραγωγών, εδώ και 17 χρόνια. Παράγει και εμπορεύεται τυποποιημένο συμβατικό και βιολογικό λάδι σε 18 κυρίως ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο. Κατάφερε με εργαλείο την ποιότητα του παραγόμενου και εμπορευόμενου προϊόντος να διακριθεί αλλά όπως ο κ. Τζωρτζής λέει «τα πράγματα φέτος είναι δύσκολα».
Η τιμή παραγωγού για τα περσινά λάδια στις αποθήκες, είναι στα επτά με οκτώ ευρώ το λίτρο ή ίσως και λίγο περισσότερο. Η παραγωγή του ελαιώνα του κ. Τζωρτζή όμως, φέτος είναι το 20 με 25% της δυναμικότητας του. «Τα σημάδια των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι πια φανερά. Τα δένδρα δεν έχουν προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες και αυτό συμβαίνει σε όλο τον ευρωπαϊκό μεσογειακό νότο. Ζέστη συνεχιζόμενη και ανομβρία και στην Ισπανία και στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Η Ισπανία για δεύτερη χρονιά είναι κάτω από 50% στην παραγωγική της δυνατότητα. Αυτή η έλλειψη ελαιολάδου από τον παγκόσμιο ‘παίκτη’ της εμπορίας του προϊόντος οδηγεί στην αύξηση των τιμών. Η Ισπανία πουλάει ετησίως περί τα δυο εκατομμύρια τόνους ελαιολάδου. Φέτος, έχει μόλις 700.000 τόνους παραγωγής. Τις επιπλέον ανάγκες θα βγει και πάλι στην παγκόσμια αγορά για να τις αγοράσει. Η αυξημένη τιμή που προσέφερε και πέρυσι και προσφέρει και φέτος οδήγησε στην αύξηση της τιμής του ελαιολάδου» λέει ο κ. Τζωρτζής οδηγώντας μας στα άγνωστα μονοπάτια της αγοράς του ελαιολάδου που ο πολίτης τη γνωρίζει μόνο στο στάδιο του προϊόντος στο ράφι.
Σύμφωνα με τον κ. Τζωρτζή, η αυξημένη τιμή στο ελαιόλαδο οδηγεί στη μείωση της κατανάλωσης του προϊόντος και στην αύξηση της κατανάλωσης άλλων φυτικών ελαίων αλλά και ζωικών λιπών. «Κυρίως η Ευρώπη λέει, που έχει το ζωικό λίπος στην αλυσίδα των προϊόντων που καταναλώνει πρέπει να κρατηθεί στο ελαιόλαδο. Ώστε όταν ομαλοποιηθεί η αγορά να μην το έχει ξεχάσει με ό,τι αυτό θα σημάνει για τους παραγωγούς».
Ο Δημήτρης Κοσβανής από τα Παράκοιλα της κεντρικής Λέσβου, είναι 50 χρόνων και μαζεύει ελιές εδώ και 35 χρόνια. Φέτος, λέει, είναι η πρώτη χρονιά που το λάδι έχει την τιμή που πρέπει. «Οι γονείς μας λέει όταν είχε ‘μαξουλοχρονιά’ δηλαδή χρονιά με παραγωγή που ζούσαν και μόνο από το λάδι που έβγαζαν. Φέτος το λάδι έχει την τιμή που πρέπει και θα ζήσουμε κι εμείς από το προϊόν μας».
Ο κ. Κοσβανής φέτος θα βγάλει 1,5 με δύο τόνους λάδι, «όλο καλής ποιότητας με οξύτητα τρία με τέσσερα δέκατα».
Η φετινή ελαιοπαραγωγική χρονιά δεν είναι δύσκολη μόνο γιατί φαίνονται έντονα οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα κοντά 15 εκατομμύρια δέντρα του λεσβιακού ελαιώνα.
«Γίνεται πια έντονα φανερή η απουσία εργατικών χεριών στους ελαιώνες. Και τα υπάρχοντα χέρια είναι γερασμένα. Ο σε έντονο ανάγλυφο ελαιώνας της Λέσβου που θέλει παραπάνω εργατικά χέρια απ’ ό,τι ένας πεδινός δείχνει σιγά σιγά σημάδια φθοράς. Σταδιακά τμήματά του εγκαταλείπονται» υποστηρίζει ο κ. Τζωρτζής.
Πριν από λίγα χρόνια υπήρξε περίοδος αφορίας. Πέρυσι ο λεσβιακός ελαιώνας έδωσε το 30 με 40% της δυνατότητας παραγωγής του. Φέτος, δεν προβλέπεται να ξεπεράσει το 20 με 25%. Δύσκολα θα επιστρέψει η Λέσβος στις παραγωγές προηγούμενων δεκαετιών.
Με τον Μιχάλη Τζωρτζή συμφωνεί και ο Αριστείδης Σιφναίος ιδιοκτήτης ενεός μεγάλου οικογενειακού ελαιοκτήματος με 1500 δένδρα. «Το 70% είναι της λεσβιακής ποικιλίας κολοβή, το 20% με ποικιλίας αδραμυτινή και οι υπόλοιπες ελιές είναι λαδολιές και άλλες ποικιλίες».
Πέρυσι το κτήμα του έδωσε το 55% της δυναμικότητάς του. Φέτος, περιμένει να του δώσει το 1/10 της περσινής παραγωγής.
«Είχαμε σημάδια χρόνια τώρα της κατάστασης που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Χάσαμε τις τέσσερις εποχές. Η περίοδος της ανθοφορίας της ελιάς τον Μάιο δεν ακολουθείται όπως θα έπρεπε, από πλούσια καρποδεσία. Έχουμε πλέον παρατεταμένες ξηρασίες από τον Μάιο μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, μερικές φορές και αργότερα. Στο ανατολικό μέρος του νησιού όπου βρίσκεται το κτήμα δεν έχει βρέξει σχεδόν καθόλου».
Η φετινή υψηλή τιμή για τους παραγωγούς της Λέσβου, στους περισσότερους από αυτούς, δεν θα καλύψει παρά τη ζημιά της μικρής παραγωγής ενός μοναδικής αξίας ποιοτικού προϊόντος.