Σε αυτό το καφενείο, όταν βρέθηκα, ήταν λες και πήγα σε σπιτική επίσκεψη. Τόσο άνετα ένιωσα και άλλο τόσο, η φιλοξενία της κας Τούλας – της κολώνας του παραδοσιακού καφενείου – με έκανε να αισθανθώ ότι γνωριζόμασταν χρόνια. Μιλήσαμε για τα λουλούδια της μέσα στο χώρο και για το πώς έχει καταφέρει να τα έχει τόσο τροφαντά, μου έδειξε τα παλιά της σερβίτσια που τα κρατάει στο παλιό έπιπλο στην άκρια της εισόδου και με άφησε να ψαχουλέψω μέσα στα ντουλάπια της, για να βρω ότι ήθελα για τις ανάγκες της φωτογράφησης, με έβαλε μέσα στον ιδιωτικό της χώρο, το κουζινί, όπου τηγανίζει τα καταπληκτικά φαγητά της και μου έδειξε όλα εκείνα τα μικρά και μαγικά μυστικά που κάνουν το μαγείρεμά της να ‘ναι αυθεντικά σπιτικό.
Καθαρό –πεντακάθαρο σε κάθε σημείο, το παραδοσιακό καφενείο λειτουργεί ως μια προέκταση του σπιτιού του κυρ Δήμου και της κας Τούλας αφού όλη τη μέρα βρίσκονται εκεί.
Ο κυρ Δήμος , ένας γλυκύτατος παππούς που έκανε χρόνια στη Γερμανία – αναλαμβάνει να βρει τα πιο φρέσκα ζαρζαβατικά για την κουζίνα κάθε πρωί. Θα το διαπιστώσετε μόνοι σας αν πάρετε μια χωριάτικη σαλάτα όπου θα καταλάβετε τη διαφορά. Αγγούρι, ντομάτα, ρόκα και διάφορες πρασινάδες, με όλα τα αρώματα της λεσβιακής γης.
Δοκιμάσαμε σουτζουκάκια. Σφιχτά όσο πρέπει, με μπόλικη σάλτσα φρέσκιας ντομάτας για να βουτάς την πληθωρική τηγανητή πατάτα που σου έρχεται καυτή με μπόλικη ρίγανη.
«Η κα Τούλα στήθηκε πάμπολλες φορές με το γλυκό της χαμόγελο, προκειμένου να βγει «σωστά» η φωτογραφία, για να τη δουν τα παιδιά της, ενώ επέμενε να σημειώσω, ότι κανείς, μα κανείς δεν μπαίνει στα πόδια της, στην κουζίνα για το μαγειρευτό φαγητό, καθώς όλα πρέπει να περάσουν από τα χέρια της ίδιας»
Οι τυροκροκέτες της κας Τούλας ήταν η δεύτερη ανακάλυψη, αφού η συνταγή της, είναι δοκιμασμένη δεκάδες φορές από την ίδια, για να μην λιώνει το τυρί αλλά και να μην εξαφανίζονται οι γεύσεις των υπολοίπων υλικών. Και το ιμάμ , έκπληξη, με μυρωδικά που σου σπάνε τη μύτη, με τσιγαρισμένη μελιτζάνα ώστε να έχει την ιδανικά καπνιστή γεύση και μπόλικη μυζήθρα τριμμένη από πάνω για να δώσει την έξτρα αλμυράδα που χρειάζεται. Η παρέα αντάλλαξε κάνα δυο κανάτες χύμα κρασάκι λημνιό –βιολογικό και κατόπιν η διαδικασία ήθελε νέα πιάτα για να δοκιμάσουμε όσες περισσότερες γεύσεις μπορούσαμε.
Η κα Τούλα με την ολόσωμη ποδιά της, μας έφερνε κάθε νέο γύρο και στέκονταν από πάνω μας να δει τις πρώτες αντιδράσεις. Ύστερα σκούπιζε τα χέρια της στην άκρια της ποδιάς κι έφευγε διακριτικά μέσα.
Το κλείσιμο έγινε με την φαν της παρέας να αναζητά προβατίνα –και πάλι- .
Τρυφερά κομμάτια κρέατος κομμένα σε μπουκιές και ψημένα στα κάρβουνα χωρίς να έχουν χάσει τα ζουμιά τους, ήταν σαν ένα κλείσιμο της
βραδιάς και ως μια υπόσχεση ότι στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε.
Η κα Τούλα στήθηκε πάμπολλες φορές με το γλυκό της χαμόγελο, προκειμένου να βγει «σωστά» η φωτογραφία, για να τη δουν τα παιδιά της, ενώ επέμενε να σημειώσω, ότι κανείς, μα κανείς δεν μπαίνει στα πόδια της, στην κουζίνα για το μαγειρευτό φαγητό καθώς όλα πρέπει να περάσουν από τα χέρια της ίδιας.
Ο κυρ Δήμος από την άλλη με το αφοπλιστικά καλόκαρδο και καταγάλανο βλέμμα, άρχισε να μου διηγείται τις ιστορίες του από τα εργοστάσια της Γερμανίας, τη δουλειά, τις δυσκολίες, τις χαμένες πατρίδες που ευτυχώς ξαναβρήκε και βέβαια το αγαπημένο του χωριό, που ήταν και η πρώτη του επιλογή κατά την επιστροφή του.
Μέσα στον ίδιο χώρο του καφενείου, σε μια ειδική κατασκευή που μου θυμίζει πραγματικά παλαιό καφενείο, βρίσκεται η Γιαννούλα, που είναι η υπεύθυνη για τις πίτες και τα σουβλάκια.
Η ζήτηση μεγάλη, καθώς βλέπω την πιτσιρικαρία του χωριού να πηγαινοέρχεται και να παίρνει τα πακέτα για το σπίτι. Αν κρίνω από τις παραγγελίες τους θα πρέπει και η πίτα σουβλάκι να είναι εξίσου νόστιμη όπως και τα καλούδια του κρασιού και του ούζου της κας Τούλας. Άλλωστε όλα γίνονται με τη δική της εντολή, καθώς φαίνεται ότι μπορεί να ελέγχει ένα μαγαζί, μόνο με τη ματιά της. Όμως αυτή η δοκιμή θα γίνει στην επόμενη εξόρμησή μας στην γραφική Πηγή προκειμένου να φάμε και να πιούμε αλλά και να συνεχίσουμε τις ιστορίες με τον κο Δήμο εκεί ακριβώς που τις αφήσαμε!