Γράφει ο Σαράντος Σταυρινός
Το βιβλίο «Τα μυστικά του Βοσπόρου», του διακεκριμένου ανθρωπιστή και διπλωμάτη Ερρίκου Μοργκεντάου, συνεχίζει έως σήμερα να αποτελεί μια πρωταρχική πηγή και μια πολύτιμη μαρτυρία για τα γεγονότα και το παρασκήνιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και για το πως η Νεοτουρκική κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εφάρμοσε κι εκτέλεσε, πριν από περίπου έναν αιώνα, μια προμελετημένη γενοκτονία του μεγαλύτερου τμήματος των αρμενικών πληθυσμών που ζούσαν στην επικράτειά της καθώς και των διώξεων-εκτοπισμών και εκκαθαρίσεων που υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί των μικρασιατικών παραλίων, της Θράκης και του Πόντου.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδύεται επίσης η ατμόσφαιρα και το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής που σημαδεύτηκε από ένα παγκόσμιο πόλεμο, το τέλος του οποίου σήμανε και την κατάρρευση των παλιών αυτοκρατοριών της Ευρώπης (της Γερμανικής, της Αυστροουγγρικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), την ανάδυση μιας σειράς νέων κρατών στη θέση τους και το μοίρασμα των πρώην κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο χώρο της μέχρι και σήμερα πολύπαθης Μέσης Ανατολής από τις νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ .
(Ερρίκος Μόργκενταου: επετειακό αρμενικό γραμματόσημο του 2015 για τα 100 χρόνια από την γενοκτονία των Ποντίων)
«Διαβάζοντας κανείς το παρόν βιβλίο βλέπει να αποκαλύπτεται ολόγυμνη η αλήθεια που δεν ανευρίσκεται εύκολα σε οποιοδήποτε άλλο ιστορικό σύγγραμμα. Συναντά στοιχεία, πραγματικά τεκμήρια, τα οποία συμβάλλουν στην πληρέστερη κατανόηση της νεότερης ιστορίας και στην ακριβέστερη αποτίμηση γεγονότων ή και απλών φαινομενικά πρωτοβουλιών κι ενεργειών, των οποίων όμως οι επιπτώσεις επηρέασαν σοβαρά τις τύχες του Ελληνισμού και του κόσμου…..Ήδη ο αναγνώστης πείθεται – από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου- ότι ο Μόργκενταου παρέχει πρωτίστως σπάνια συγγραφικά εχέγγυα καθώς διατυπώνει απόψεις προσωπικές, που βασίζονται σε βαθιά και επισταμένη εξέταση των θεμάτων και στην απαρασάλευτη πίστη του στην αξία της αλήθειας. Δεν λησμονεί ούτε στιγμή την ευθύνη του ως εκπροσώπου Μεγάλης Δυνάμεως για την ευεργετική επίδραση στην πρόληψη αδικιών ή διώξεων μοιραίων και στην περιστολή κακομεταχειρίσεως αμάχων, αδυνάτων κι αιχμαλώτων[1]. Έχει πλήρη συναίσθηση της διπλωματικής τους αποστολής σε καιρούς κατά τους οποίους δεν μεταβάλλεται απλώς ο εθνολογικός χάρτης της περιοχής αρμοδιότητάς του και δεν διακυβεύεται μόνον η επιβίωση εθνών αλλά επέρχεται και η ανατροπή καθιερωμένων πολιτειακών, ιδεολογικών και ανθρωπιστικών μορφών ζωής» (απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου).
«Τον καιρό που άρχισα να γράφω τα Απομνημονεύματα της θητείας μου ως πρεσβευτού των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη (1913-1916), οι βλέψεις της Γερμανίας στην Τουρκία και την υπόλοιπη Ανατολή φαίνεται να επιτυγχάνουν. Οι Κεντρικές Δυνάμεις είχαν κατορθώσει να αποσυνθέσουν τη Ρωσία, να μεταβάλουν τη Βαλτική και τον Εύξεινο Πόντο σε γερμανικές λίμνες και να διανοίξουν την οδό προς την Ανατολή μέσω του Καυκάσου. Η Γερμανία είχε επιβάλει την κυριαρχία της στη Βουλγαρία, την Ρουμανία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία κι έβλεπε να πραγματοποιούνται οι πόθοι της για επέκταση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από την Βόρεια Θάλασσα έως τον Περσικό Κόλπο. Ο κόσμος γνωρίζει σήμερα (εννοεί την εποχή που είχε αρχίσει να γράφει τα Απομνημονεύματά του)- αν δεν το είχε καταλάβει από το 1914- ότι η Γερμανία εξαπέλυσε τον πόλεμο με σκοπό να συντρίψει την Σερβία, να αποκτήσει τον έλεγχο των Βαλκανίων, να μεταβάλει την Τουρκία σε δορυφόρο της και να ιδρύσει έτσι ένα μεγάλο ανατολικό κράτος ως βάση για την παγκόσμια κυριαρχία της».[2]
Μέσα από τις συνομιλίες του με τον Γερμανό «υπεράνθρωπο» όπως αποκαλεί συχνά πυκνά τον βαρόνο Φον Βαγγενχάιμ, Γερμανό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη (φωτογραφία πάνω αριστερά), ξεδιπλώνεται το σχέδιο του Κάιζερ και οι βλέψεις της Γερμανίας να χρησιμοποιήσει ότι είχε απομείνει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία για τις στρατιωτικές και πολιτικές βλέψεις της στην ευρύτερη περιοχή[3] αλλά και να προσδέσει την Τουρκία στο άρμα των Κεντρικών Δυνάμεων εν όψει της επικείμενης μεγάλης σύρραξης.[4] Ήταν ο άνθρωπος που σε συνεννόηση με την τουρκική κυβέρνηση είχε «οδηγήσει» τον Αύγουστο του 1914, παρά την καταδίωξή τους από τον αγγλικό στόλο της Μεσογείου, σώα και αβλαβή το θωρηκτό «Γκαίμπεν» και το ελαφρύ καταδρομικό «Μπρέσλαου» στην Κωνσταντινούπολη επισφραγίζοντας έτσι την γερμανοτουρκική συμμαχία. Το πέρασμα των Στενών από τα δύο γερμανικά πλοία προσέδεσε την μοίρα της Τουρκίας με εκείνη της Γερμανίας και καθόρισε την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα σε μία νύχτα τα 2 αυτά πολεμικά είχαν ενταχθεί στον οθωμανικό στόλο κι είχαν μετονομαστεί σε «Σουλτάν Σελίμ» και σε «Μιντίλλι» (Μυτιλήνη) αντίστοιχα.[5]
Ο Μοργκεντάου, παράλληλα με τις συνομιλίες του με τον Γερμανό Πρέσβη, καταγράφει τα οχυρωματικά έργα των Τούρκων από κοινού με τους Γερμανούς στα στενά των Δαρδανελίων, τον αποκλεισμό της Ρωσίας μετά το κλείσιμο των Στενών και την αποτυχημένη εκστρατεία της Αντάντ στην χερσόνησο της Καλλίπολης για τον έλεγχο των Στενών που θα συντόμευε κατά πολύ το τέλος του Α’ Π.Π. Οι συναντήσεις και οι συνομιλίες του με τους κύριους εκπροσώπους της νεοτουρκικής τριανδρίας, τον υπουργό Εσωτερικών Ταλαάτ Πασά και με τον υπουργό των Στρατιωτικών Ενβέρ Πασά, καταλαμβάνουν ένα επίσης μεγάλο τμήμα στο βιβλίο του. Στις συνομιλίες αυτές, πέρα από τις εξελίξεις σχετικά με τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο και την θέση της φαινομενικά ουδέτερης Τουρκίας, ο Μόργκενταου καταγράφει την αγωνιώδη προσπάθειά του να τους πείσει να επιδείξουν κάποια επιείκεια έναντι των εκτοπισμένων και μετέπειτα σφαγιασθέντων Αρμενίων. Το κλίμα που επικρατεί στις περισσότερες από αυτές είναι ενδεικτικό της αποφασιστικότητας της Νεοτουρκικής πολιτικής να αφανίσει με κάθε τρόπο τις χριστιανικές μειονότητες της Αυτοκρατορίας, ειδικότερα εκείνες των Αρμενίων και των Ελλήνων. Δύο από τις πιο εύπορες και καλλιεργημένες μειονότητες που κατείχαν στα χέρια τους ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας και του εμπορίου της Αυτοκρατορίας, το οποίο όμως έπρεπε να περάσει σε τουρκικά χέρια. «Σας κάλεσα για να σας γνωστοποιήσω ότι η πολιτική μας απέναντι στους Αρμένιους έχει καθοριστεί οριστικά και τίποτα δεν μπορεί να την αλλάξει” λέει σε μια από τις συναντήσεις τους ο Ταλαάτ Πασάς. Μέσα από τους διαλόγους αυτούς οι δυο μεγάλοι ηγέτες της Επιτροπής “Ένωση και Πρόοδος” (Ittihat ve Terraki) παραδέχονται την εξόντωση του Αρμενικού έθνους κάτι που αρνούνται πεισματικά να παραδεχθούν όλοι οι μετέπειτα Τούρκοι πολιτικοί.[6]
(1Ο Σουλτάνος Μεχμέτ Ε’ Ρεσάτ, προτελευταίος Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
(2 Ενβέρ Πασάς, ΥΠ. Πολέμου της Νεοτουρκικής κυβέρνησης)
(3 Ταλάατ Πασάς, ΥΠ. ΕΣ της Νεοτουρκικής κυβέρνησης κι εμπνευστής σύμφωνα με πολλούς της γενοκτονίας των Αρμενίων)
Κι όμως, 7 περίπου χρόνια νωρίτερα η Οθωμανική Αυτοκρατορία φάνταζε στα μάτια πολλών ως επίγειος παράδεισος. «Μετά την εκθρόνιση του αυταρχικού «Ερυθρού Σουλτάνου» Αμπντούλ Χαμίτ και την εγκαθίδρυση ενός συνταγματικού καθεστώτος» που διασφάλιζε δια νόμου την προστασία και τα δικαιώματα όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και φυλής, όλοι οι υπόδουλοι λαοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον οι «βρωμεροί γκιαούρηδες» του παρελθόντος. Τώρα ένιωθαν ελεύθεροι με ίσα δικαιώματα και καθήκοντα μέσα σε «γενική γιορτή αγάπης με σκηνές φρενιτιώδους συμφιλίωσης». Ωστόσο, όλες οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργήσει οι Νεότουρκοι έσβησαν σαν όνειρο. «Πολύ πριν εκραγεί ο Ευρωπαϊκός πόλεμος η νεόκοπη τουρκική δημοκρατία είχε εξαφανιστεί. Η ισχύς του νέου Σουλτάνου[7] είχε σβήσει και μαζί της και οι ελπίδες για την αναγέννηση της Τουρκίας σε σύγχρονα πρότυπα» καθώς σύντομα φάνηκε ότι οι Νεότουρκοι δεν είχαν τη δύναμη κι ενδεχομένως την θέληση να πραγματοποιήσουν όσα διακήρυτταν περί ισότητας και αδελφοσύνης όλων των λαών της Αυτοκρατορίας. Το χειρότερο όμως ήταν ότι το κράτος αυτό είχε μεταβληθεί ουσιαστικά σε ιδιοκτησία μιας ομάδας ατόμων που είχε καταλάβει την εξουσία με μηχανορραφίες, εκφοβισμούς και δολοφονίες με επικεφαλής τους Ταλαάτ ως υπουργό εσωτερικών και τον Ενβέρ πασά ως υπουργό των στρατιωτικών», ο οποίος ήταν προσκείμενος στα γερμανικά ιδεώδη. Οι άνθρωποι αυτοί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν εγκαταλείψει τις υποσχέσεις τους για την δημιουργία δημοκρατικού καθεστώτος. «Στη θέση του δημοκρατικού συνταγματικού κράτους επανέφεραν την ιδέα του παντουρκισμού αντί της ίσης μεταχείρησης όλων των Οθωμανών πολιτών» αποφασίζοντας να εγκαθιδρύσουν ένα κράτος «αποκλειστικά για Τούρκους» με την συνδρομή και του Λίμαν Φον Σάντερς, Γερμανού στρατηγού, ο οποίος λειτουργούσε αρχικά ως μυστικός στρατιωτικός σύμβουλος και στην συνέχεια ως ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του Οθωμανικού στρατού. Ο Σάντερς, συμμετείχε ενεργά στην οχύρωση των Δαρδανελίων και στην νίκη του Οθωμανικού στρατού απέναντι στην αποτυχημένη προσπάθεια της Αντάντ να καταλάβει την χερσόνησο της Καλλίπολης αλλά και με δική του διαταγή πέτυχε την περίοδο 1914-1915 την εκκένωση(εκτοπισμό) των Μικρασιατικών παραλίων από το ελληνικό τους στοιχείο καθώς και τον εκτοπισμό χιλιάδων Αρμενίων από τις πατρογονικές τους εστίες προς το νοτιοανατολικό άκρο της Αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα προς την συριακή έρημο εκεί όπου τελικά έβρισκαν μαρτυρικό θάνατο.[8]
Αν και ιστορικές ευθύνες για το κακό φέρουν τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Βρετανοί, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η ιδεολογία του σκληρού τουρκικού μιλιταριστικού εθνικισμού και της ρατσιστικής μισαλλοδοξίας σε βάρος των μειονοτήτων, που τελικά οδήγησε στη σφαγή των Αρμενίων, των Ποντίων και των υπόλοιπων Ελλήνων της Μικρασίας στο πλαίσιο της πρώτης οργανωμένης εθνοκάθαρσης, «γεννήθηκε» στις γερμανικές στρατιωτικές σχολές, όπου σπούδασαν πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο οι περισσότεροι κορυφαίοι Νεότουρκοι αξιωματικοί. [9]
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα. Ο Ερρίκος Μοργκεντάου, ήταν Αμερικανός δικηγόρος και διπλωμάτης, που γεννήθηκε στην Γερμανία το 1856 και το 1865 μαζί με την οικογένειά του μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Το 1913, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Γουίλσον τον διόρισε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη όπου και υπηρέτησε έως το 1916. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε να χειρίζεται πολλά διπλωματικά ζητήματα των Συμμάχων της Αντάντ με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, να παρακολουθεί στενά το κίνημα, την άνοδο και τον ηγετικό ρόλο των Νεότουρκων σε μια διαλυμένη και παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, το ρόλο της Γερμανίας και τις πολύ στενές επαφές του Κάιζερ με τους ηγέτες των Νεότουρκων καθώς και τις συνεχείς και κλιμακούμενες διώξεις σε βαθμό εξολόθρευσης των Αρμενίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Το 1923, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, η Κοινωνία των Εθνών (ο τότε ΟΗΕ) τον διόρισε Πρόεδρο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων(ΕΑΠ) στην Αθήνα. Τις πλούσιες εμπειρίες που αποκόμισε ως Πρέσβης των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, τις κατέγραψε στο βιβλίο του με τίτλο τα «Μυστικά του Βοσπόρου» ενώ τις εμπειρίες του ως Προέδρου της ΕΑΠ στην Αθήνα τις κατέγραψε στο βιβλίο του «Η αποστολή μου στην Αθήνα».
[1] Πέρα από τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές επιλογές των χωρών που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή, υπήρξαν διπλωμάτες (πρόξενοι ή πρεσβευτές) και ιεραπόστολοι, οι οποίοι παρέκαμψαν την πολιτική των χωρών τους και λειτούργησαν ανθρώπινα και συναισθηματικά. Ένας από αυτούς ήταν ο Χ. Μόργκενταου, τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, που συνέλεξε στοιχεία με δική του πρωτοβουλία και έγραψε το βιβλίο που παρουσιάζουμε.
[3] Πρόκειται για την περίφημη “Weltpolitik” δηλαδή την πολιτική της οικονομικής και πολιτικής επέκτασης που ακολουθούσε η Καϊζερική Γερμανία.
[4] Ο Κάιζερ είχε δουλέψει συστηματικά κι από χρόνια την τουρκική φιλία, ενώ σημαντικός προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε ο ρόλος του του Χανς Φρίερ Βαγγενχάιμ, Γερμανού πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και προηγουμένως στην Αθήνα αλλά και του Λίμαν Φον Σάντερς Γερμανού αρχιστράτηγου του Οθωμανικού στρατού.
[5] Η συνθήκη του Λονδίνου τον Μάιο του 1913 επισφράγιζε τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο καθώς και τις μεγάλες εδαφικές απώλειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί των ευρωπαϊκών της κτήσεων. Το δε καθεστώς των νησιών του ΒΑ Αιγαίου που είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στόλο και είχαν ενταχθεί στο Ελληνικό Βασίλειο, αφηνόταν να αποφασιστεί αργότερα από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Η ονομασία «Μυτιλήνη» που δόθηκε σε ένα από τα δύο γερμανικά πολεμικά πλοία κάθε άλλο παρά τυχαία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
[6] «Μελετώντας τα διπλωματικά αρχεία του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών της περιόδου 1915-1918, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι το Βερολίνο όχι μόνο γνώριζε ακριβώς τα όσα τρομερά συνέβαιναν στον αρμενικό πληθυσμό εντός της αυτοκρατορίας, μετά την απόφαση του Ταλάατ πασά για την ομαδική «μετεγκατάστασή» τους, αλλά και «έπνιγε» αποφασιστικά κάθε προσπάθεια να παρεμποδιστεί η γενοκτονία. Οι Γερμανοί ήταν οι μόνοι που είχαν τη δύναμη το 1915 να σταματήσουν τη σφαγή: βρισκόταν κοντά στους Τούρκους πριν ξεσπάσει ο Α’ Π.Π., διέθεταν άριστη πληροφόρηση από τις (ανατριχιαστικές) μαρτυρίες εκατοντάδων Ευρωπαίων αυτοπτών μαρτύρων και ιεραποστόλων αλλά και από τους κατά τόπους προξένους και στρατιωτικούς «συμβούλους» τους, που έβλεπαν με τα μάτια τους τις πορείες του θανάτου, τις ομαδικές εκτελέσεις και τα πάσης φύσεως μαρτύρια των Αρμενίων». Γ. Τσιάρας, Για την γενοκτονία δεν φταίει μόνο η Τουρκία, Εφημερίδα των Συντακτών, 18/4/2015.
[7] Μετά την εκθρόνιση του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ από τους Νεότουρκους και την εξορία του στην Θεσσαλονίκη, στο θρόνο είχε ανεβεί ο αδελφός του Μεχμέτ 5ος Ρεσάτ, πρωτελευταίος σουλτάνος του οίκου των Οσμάν και πρώτος συνταγματικός μονάρχης. Ο συμπαθής αυτός σουλτάνος είχε ωστόσο καθαρά διακοσμητικό ρόλο καθώς την πραγματική εξουσία ασκούσε η φοβερή τριανδρία των Ταλαάτ, Εμβέρ κ Τζεμάλ.
[8] Με την ανάδυση των εθνικισμών στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Σουλτάνος τούς υποπτευόταν για αποσχιστικές τάσεις, ενώ και οι Ρώσοι, που εποφθαλμιούσαν εδάφη του «μεγάλου ασθενούς», υπέθαλπαν τις όποιες φιλοδοξίες τους. Έτσι, ο Αβδούλ Χαμίτ Β’ δεν δίστασε να προβεί σε άγριους διωγμούς εναντίον των Αρμενίων της επικράτειάς του, με αποκορύφωμα τις σφαγές του 1894 και τις μαζικές εκτελέσεις της διετίας 1895-1896, που στοίχισαν τη ζωή σε 300.000 Αρμενίους. Η επικράτηση των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908, παρά τις αρχικές ελπίδες που γέννησε, δεν άλλαξε την κατάσταση για τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Αντί για τον σεβασμό των συνθηκών και την πραγμάτωση των μεταρρυθμίσεων, όπως είχε υποσχεθεί, το νέο καθεστώς προέβη σε νέους και πιο βίαιους διωγμούς εναντίων των χριστιανικών πληθυσμών της.
[9] Γ. Τσιάρας, Για την γενοκτονία δεν φταίει μόνο η Τουρκία, Εφημερίδα των Συντακτών, 18/4/2015.