Ουζερί η Λέσβος. Σημείο συνάντησης για να συζητήσουμε για το «ταξίδι στη Μυτιλήνη». Κοινό σημείο αναφοράς, η καταγωγή: το νησί.
Και αυτό μας βοηθάει να ξετυλίξουμε την κουβέντα, ανάμεσα στο «εύα», που λέμε εμείς οι Μυτιληνιοί, όταν πίνουμε ούζο με φίλους. «Εύα», από το βακχικό «ευοί, ευάν»… Ο Χρήστος και ο Λάκης είναι άνθρωποι από το μωσαϊκό που έθρεψε το νησί, η πατρίδα…
Tι ναι η πατρίδα μας, λοιπόν; «Ξέρεις το ποίημα του Καβάφη, που λέει ΄πάνω απ όλα θα σε ακολουθεί η πόλη που γεννήθηκες’- αυτό είναι η πατρίδα μας», μου λέει ο Λάκης Παπαστάθης, που με το «ταξίδι στη Μυτιλήνη», γυρίζει στον τόπο όπου μεγάλωσε. Γυρίζει για να καταγράψει όχι μόνο εικόνες, μα για να συναντήσει πρόσωπα από το χθες, που δίνουν νόημα στο τώρα.
Νόστος, επιστροφή, ανάγκη να αναζητήσεις πρόσωπα, μυρωδιές, τόπους, χρώματα, φως.
«Η πατρίδα δεν είναι μόνο μια γεωγραφική ενότητα . Είναι οι μυρωδιές και κυρίως είναι η μνήμη των «ανθρώπων», μου λέει ο Λάκης.
«Ωραίο είναι αυτό που λες Λάκη», συμφωνεί ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης.
«Πήγαινα συχνά στη Μυτιλήνη τα τελευταία 30 χρόνια. Δεν ένιωθα ότι γύριζα. Για να επιστρέψεις πραγματικά πρέπει κάτι δημιουργικό να συμβεί. Να ξαναστήσεις με το μυαλό σου, με την ευαισθησία σου, τα πράγματα που χάθηκαν και να τα ξανακερδίσεις. Με τη μνήμη, ο ήρωας της ταινίας ξαναθυμάται πρόσωπα που έχουν φύγει. Τον πατέρα του, τη μάνα του, αγαπημένους φίλους κι έτσι είναι σα να λέει ότι δεν είναι και σπουδαίο πράγμα ο θάνατος. Μπορεί ν΄ αναστήσω τον πατέρα μου, τη μάνα μου. Να με δουν. Κι όταν ο νόστος του ήρωα ολοκληρωθεί, συμφιλιώνεται με το θάνατο, με τον κύκλο της ζωής, με τον τόπο σου, με το φως του τόπου σου, το οποίο τραγουδάει γιατί ξέρει ότι όλα αυτά γυρίζουν».
Να λοιπόν ένας άλλος ορισμός για την πατρίδα: Η μνήμη, ο νόστος, η ανάσταση των ανθρώπων.
Στην ταινία ο ήρωας έχει μοιράσει τη ζωή του ανάμεσα στο νησί και το Παρίσι κι αφού εκπληρωθεί ο στόχος της επιστροφής στη γενέθλια γη, αποφασίζει ν΄ αφήσει ανοιχτό τον δρόμο προς το Παρίσι.
«Λέει θα μοιράζω τη ζωή μου, γιατί πιστεύω ότι δεν μπορεί να είναι κλειστά τα σύνορα. Τα δύο παιδιά της ταινίας είναι παιδιά και της Ευρώπης, δεν φοβούνται να αντιμετωπίσουν τον ξένο. Είναι παιδιά του κόσμου. Ζήσανε στο Παρίσι, δεν είναι τυχαία πρόσωπα, μπορεί να ακουμπήσει η Ελλάδα πάνω τους. Έχουν μόρφωση, αγάπη για τους γέροντες, αγαπούν τον εξόριστο ποιητή Κάλβο», εξηγεί ο Λάκης Παπαστάθης.
Ιδού κι άλλος ένας ορισμός για την πατρίδα: τα ανοιχτά σύνορα. Ο Λάκης με το «ταξίδι στη Μυτιλήνη» με φέρνει χρόνια πίσω. Τότε που διαπίστωσα, βλέποντας τον ορίζοντα στο νησί, πως η θάλασσα δεν είναι σύνορο, είναι δρόμος ανοιχτός.
Μου έκανε εντύπωση η σκηνή στο καράβι, που μπαίνει στο λιμάνι, με τη συγκλονιστική Μίρκα Παπακωνσταντίνου, γιατί μου έδωσε αυτό που έχω νιώσει κατ επανάληψη. Την ώρα που το καράβι φτάνει εκεί, στο λιμάνι, δεν υπάρχει τίποτα άλλο, παρά η ανατολή. Αναρωτιέμαι μάλιστα, αν κάποια ταξίδια, τα έκανα γι αυτή τη στιγμή.
« Αυτό που λες είναι ακόμα πιο ωραίο», μου λέει ο Λάκης. Ο Χρήστος γελά…. Σα να έχει κάνει κι αυτός ένα τέτοιο ταξίδι, μόνο και μόνο για να δει την ανατολή…
«Ανατολή και φτάσιμο στην πατρίδα», περιορίζεται να πει… «Είναι το νόστιμον ήμαρ που λέει ο Όμηρος και το φως του τόπου. Μα είναι πολύ ωραίο αυτό που λες, είναι ποιητική διασύνδεση. Και μετά το γενικό πλάνο από το καράβι. Να βλέπεις τον Άγιο Θεράποντα, το κάστρο, τα τσαμάκια ,το άγαλμα της Ελευθερίας, τα μπλόκια», προσθέτει ο Λάκης.
«Για να μην εστιάσουμε μόνο στη Μυτιλήνη, πιστεύω ότι το ταξίδι στη Μυτιλήνη, είναι επιστροφή στην ψυχή του ανθρώπου», μου λέει ο Χρήστος.
Επισημαίνω ότι μου έκανε εντύπωση η προσπάθεια της νεαρής πρωταγωνίστριας να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια των γερόντων.
«Για το δικαίωμά τους να έχουν μια αξιοπρεπή έξοδο», μου λέει ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης.
Μία από τις συγκλονιστικές σκηνές, είναι στο γηροκομείο, όπου οι γέροντες ανεβάζουν Οιδίποδα. «Που είναι η τραγωδία σύμβολο των γηρατειών. Ο Σοφοκλής την έγραψε 94 ετών», σημειώνει ο Λάκης. Ο ήρωας της σκηνής, ο Δημήτρης Καταλειφός, κάνει μία έξοδο από τη σκηνή και χάνεται στο φως…
« Διότι όλη η ταινία επιδιώκει να χαθεί μέσα στο φως, να φύγεις μέσα στο φως. Ο Καταλειφός επιδιώκει να φύγει μέσα στο φως. Όχι στη μαυρίλα. Μια αξιοπρεπής έξοδος», τονίζει ο Λάκης Παπαστάθης.
Κι όταν πια στο τέλος της ταινίας ο ήρωας ανοίγει το παράθυρο του πατρικού σπιτιού, η οθόνη γεμίζει από το φως της Μυτιλήνης. « Όταν ανοίγει το παράθυρο και μπαίνει το φως, εκεί έρχονται οι νεκροί μέσα στο φως. Και ο ήρωας γίνεται πια χρωματιστός. Είναι ένα μέρος του κύκλου της ζωής κι ολοκληρώνεται η επιστροφή στους αγαπημένους του», εξηγεί ο Λάκης Παπαστάθης.
Τους ρωτώ: Αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα ήταν ένα πλατώ κινηματογραφικό, που θα εστίαζες ως σκηνοθέτης το φακό Κι εσύ ως ηθοποιός ποιόν ρόλο θα ήθελες να υποδυθείς;
Ο Χρήστος πίνει μια γουλιά ούζο, «δύσκολη ερώτηση», μου λέει.
«Εγώ θα σου απαντήσω, συμπληρώνει ο Λάκης: στους ανθρώπους που αγαπούν τον τόπο και πασχίζουν γι αυτόν , χωρίς να το προβάλλουν. Σε κάποιον απ αυτούς τους ανθρώπους θα εστίαζα. Έχουμε μάθει το αντίθετο. Ο φίλος μου ο Αναγνωστάκης πριν από χρόνια μού έλεγε «σε λυπάμαι που δεν έζησες την κατοχή. Ξέρεις τι ωραία ήταν. Δεν είχαμε να φάμε, αλλά ξέρεις τι ωραία ήταν , τι αλληλεγγύη υπήρχε, τι δόσιμο, τι ελπίδα για το αύριο. Έχουμε τέτοια πράγματα σήμερα; Τέλειωσε η μεταπολίτευση που ζήσαμε εμείς. Πιστεύαμε ότι κατακτήσαμε την ελευθερία μας Πότε την κατακτήσαμε από την πολιτική της άποψη; Ελευθερία δεν είναι το «κάνω ό, τι θέλω». Η ελευθερία είναι πνευματικής τάξης αίτημα. Πρέπει να δώσεις νόημα στη ζωή σου. Και νομίζω ότι η ταινία προτείνει στους θεατές να δώσουν νόημα στη ζωή τους».
«Μου άρεσε πολύ η απάντηση που έδωσε ο Λάκης. Εγώ σαν ηθοποιός θα ήταν περίεργο να περιοριστώ σε ένα πρόσωπο», προσθέτει ο Χρήστος.
«Γιατί ο Χρήστος, σαν μεγάλος ηθοποιός που είναι βλέπει, δεν βλέπει την πραγματικότητα εξιδανικευμένα, ούτε ταυτίζεται αναγκαστικά με πρόσωπα. Έχει την απόσταση για να κριτικάρει θεσμούς, ιδέες, βεβαιότητες», συμπληρώνει ο Λάκης.
Απευθύνομαι στον Χρήστο και του επισημαίνω ότι στο «ταξίδι στη Μυτιλήνη», ο θεατής βλέπει έναν άλλο ηθοποιό, όχι εκείνον που έχει γνωρίσει στην τηλεόραση. Όταν είδα την ταινία είχα την αίσθηση ότι ο Λάκης Παπαστάθης σε απελευθέρωσε, του λέω.
«Είπες τη σωστή λέξη» περιορίζεται να πει ο Χρήστος, πάντα σεμνός.
«Να πας να δεις στο θέατρο τους «γαμπρούς από τα Τίρανα», να δεις μόνο τις παύσεις του, την απορία του, φτάνει. Αυτές οι παύσεις γεννάνε μια επικοινωνία με τον θεατή συγκλονιστική . Η σιωπή είναι πιο «ομιλούσα» από τα λόγια», μου λέει ο Λάκης. «Όταν μιλάνε οι άλλοι, ακούει ο Χρήστος. Εκεί παίζει ο ηθοποιός. Όχι μόνο στα λόγια».
«Στο θέατρο, ειδικά στο θέατρο που είναι μια ζωντανή επικοινωνία συμβαίνει το εξής μαγικό: Ο θεατής τελικά διαβάζει τις σκέψεις σου. Αυτό είναι καταπληκτικό. Κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς πολύ εύκολα στην κωμωδία, γιατί όταν ο κόσμος γελάει με μια αστεία ατάκα είναι λογικό. Ενώ όταν γελάει με μια ατάκα που δεν είναι στο κλισέ του αστείου, ο κόσμος διαβάζει αυτό που σκέφτεσαι και γελάει, ε, αυτό είναι καταπληκτικό», προσθέτει ο Χρήστος.
Επιχειρώ να φέρω τη συζήτηση στο άχαρο πεδίο της πολιτικής, παρόλο που με έχει συνεπάρει η κουβέντα για την τέχνη. «Τι σας κάνει να ελπίζετε, τι σας κάνει να απογοητεύεστε σήμερα στην Ελλάδα;», ρωτώ.
Ο Λάκης: «Ελπίζω οι Έλληνες να ξαναβρούν το δρόμο τους. Κι εδώ παίζει μεγάλο ρόλο η μνήμη. Να καταλάβουμε ποιοι είμαστε. Όχι να πάμε πίσω για να αναμνησιολογήσουμε. Να καταλάβουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Ένας θεατής της ταινίας μου είπε ότι χάρηκε που είδε αυτή την ταινία διότι όταν φύγει η δική του γενιά, θα έχει μείνει η ταινία για να δείχνει ότι τότε υπήρχε ανθρωπιά ».
Ο Χρήστος: «Πάντα υπάρχουν πράγματα που σε κάνουν να απογοητεύεσαι, σήμερα ενδεχομένως να είναι πολύ περισσότερα, αλλά πάντα υπάρχουν και πράγματα που σε κάνουν να ελπίζεις. Κυρίως οι άνθρωποι. Ο Λάκης, για παράδειγμα. Το ότι εγώ δούλεψα με το Λάκη και εκείνος υπάρχει στη ζωή μου, είναι κάτι που με κάνει να ελπίζω. Και οι θεατές που πάνε και βλέπουν την ταινία και συγκινούνται . Αυτό με κάνει να ελπίζω».
Ο Λάκης προσθέτει επίσης ότι όταν έκανε τα γυρίσματα τον εντυπωσίασε η διάθεση τόσων ανθρώπων να συμμετέχουν χωρίς ουσιαστική ανταμοιβή. «Το ότι είπαν θα κάνουμε αυτή την ταινία, δεν θα βάλουμε λεφτά στην τσέπη, θα πάμε στη Μυτιλήνη και θα δοθούμε όσο μπορούμε για να κάνουμε αυτή την ταινία. Αυτό είναι ένα αναστάσιμο μήνυμα. Αλληλεγγύης».
Που σημαίνει ότι ως κοινωνία συντηρούμε ακόμα νησίδες ανθρωπιάς, ότι υπάρχει ανιδιοτελές δόσιμο, παρατηρώ.
Ο Χρήστος προσθέτει ότι υπάρχουν «μικρές νησίδες» που δικαιολογούν την ελπίδα και μάλιστα «σε ένα περιβάλλον απόλυτης διαφθοράς, απόλυτου ωχαδελφισμού, σε ένα περιβάλλον εντελώς αρνητικό, ένα περιβάλλον που πολύ ωραία και με σατιρικό τρόπο φαίνεται στην παράσταση που παίζω, στους Συμπέθερους από τα Τίρανα, που μιλάει για το διεφθαρμένο νεοέλληνα, για το νεοέλληνα που ζει με μοναδικό άξονα τα φράγκα, που σκέπτεται πως θα φάει το διπλανό του για να έχει ένα σπιτάκι παραπάνω, λίγα φράγκα παραπάνω».
Εξομολογούμαι ότι πολλές φορές επιστρέφοντας νιώθω την ανάγκη στις παρέες με τα φιλαράκια, να μιλήσω στη ντοπιολαλιά.
« Άρα, επιστροφή σημαίνει και επιστροφή στη γλώσσα , όχι μόνο στο τοπίο», συμπεραίνει ο Λάκης.
«Τελικά η γλώσσα είναι πατρίδα», τους ρωτώ. «Ε, βέβαια», απαντούν κι οι δυο μαζί.
«Είναι πατρίδα κι όχι μόνο παρούσα, αλλά και τεθνεώσα και παρελθούσα. Είναι η ζωή ενός τόπου. Γιατί αυτή τη γλώσσα μίλησαν ο πατέρας, η μάνα, ο μπάρμπας , οι περασμένοι, σιγά σιγά η γλώσσα διαμορφώνεται και τη μιλάς εσύ και τους θυμάσαι μέσα από αυτή τη γλώσσα. Θυμίζει τη μάνα σου , που σου είπε «μουρέλιμ φύγι απού κει».
«Σκαλίζοντας το παρελθόν, γιατρεύουμε το σήμερα», ρωτώ.
« Ξέρεις τι έλεγε ο Καραγκιόζης», μου λέει ο Λάκης «Ωχ, πονάει το ποδάρι μ΄. Γιατί Καραγκιόζιμ΄, του έλεγε ο Χατζηαβάτης. Γιατί ο παππούς μου πάτησε ένα καρφί…»
Ο Καραγκιόζης είναι τελικά μία από τις πιο σημαντικές φιγούρες στην ελληνική τέχνη και ιστορία, αναρωτιέμαι.
«Βέβαια είναι και χαίρομαι που υπάρχουν πολύ καλοί καραγκιοζοπαίχτες σήμερα, στην εποχή της τεχνολογίας», απαντά ο Λάκης.
Η Ειρήνη, η κόρη μου που παρακολουθεί τη συζήτηση, παρεμβαίνει και λέει για τον δικό μας μπερντέ… «Έχουμε φτιάξει μπερντέ, φιγούρες και σε κάποια γενέθλιά μου είχαμε παίξει μια παράσταση…»
Το πιο σπουδαίο έργο που έχω κάνει στο παιδί μου θεωρώ ότι είναι ο μπερντές και οι φιγούρες …
Κι από τον Καραγκιόζη, στον Θεόφιλο, ένα εμβληματικό πρόσωπο για τη Μυτιλήνη.
Παπαστάθης: Για ολόκληρο τον κόσμο. Βλέπεις ανθρώπους που δεν έχουν πάει ποτέ στη Μυτιλήνη και θεωρούν αυτόν τον αλαφροϊσκιωτο Μυτιληνιό σα δάσκαλό τους και όχι σαν γραφικό, παραδοσιακό, αλλά σαν νεωτερικό, μοντέρνο δάσκαλο.. Σημαντικοί ζωγράφοι, όπως ο Φασιανός, ο Ρόρης, θαυμάζουν «του Θεοφλέλ»… Το παιχνίδι που κάνει η ζωγραφική του με το φως… κι είναι αλαφροϊσκιωτος. Αυτός δηλαδή που έχει ελαφρύ ίσκιο, δηλαδή τον διαπερνάει το φως και δεν αφήνει μαύρη σκιά. Άρα μπορεί να ίπταται. Ένας σοφός, αυτοδίδακτος, με αγάπη για τον τόπο του. Αν διαβάσεις το βιβλίο του Ελύτη για τον Θεόφιλο, τον πλησιάζει μέσα από τη μυρουδιά του χώματος, μέσα από τη βροχή μέσα από το πώς είναι η ελιά, το τοπίο της Λέσβου. Άλλος μεγάλος που είδε πόσο σημαντικό είναι «του Θεοφλέλ». Που δεν το ανακάλυψαν οι παραδοσιακοί ιστοριογράφοι, αλλά οι ποιητές και δη οι υπερρεαλιστές ποιητές, οι πολύ μοντέρνοι. Ελύτης, Εμπειρίκος, Σεφέρης, όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι που ακούμπησαν πάνω σε αυτόν , πιστεύοντας ότι είναι μια έκφραση της Ελλάδας, ότι υπάρχει δημιουργική πνοή που βγαίνει από την παράδοση .
«Στο σχολειό που τέλειωσες το γυμνάσιο κι εγώ το Λύκειο, θυμάμαι μια εκπληκτική φιγούρα, έναν μουσικό, που θα τον έβαζα δίπλα στο Θεόφιλο, του Τρανταφλέλ. Ο Τριαντάφυλλος. Σαντουριτζής και βιολιστής», λέω στον Λάκη.
Χατζηπαναγιώτης: Τον έχω ζήσει, τον έχω ακούσει να παίζει σε πανηγύρια…
Παπαστάθης: Κι όταν τέλειωνε, έλεγε «σα του τρανταφλέλ΄ είναι η ψυχούλα μ΄….». Του Τριανταφλέλ΄ μαζί με ένα βοηθό του είχαν φτιάξει μια παράγκα δίπλα στο αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης. Αυτό το σπουδαίο θέατρο … Μακάρι να μπορούσε να αναστηλωθεί, να γίνονται παραστάσεις…
Χατζηπαναγιώτης: Μακάρι να γινόταν αυτό…
Παπαστάθης: Να ξαναστηθεί γιατί ήταν σπουδαίο θέατρο… Εκεί, δίπλα, έμενε του Τριανταφλέλ΄. Μπορεί να μην είχε τις χλαμύδες και την αίγλη ενός αρχαίου θεού που έπαιζε τραγωδία, ήταν μια ψυχή όμως που ακουμπούσε το χώρο.
«Η επιστροφή στην πατρίδα είναι διαδικασία συμφιλίωσης με φαντάσματα ή μια νέα ανάγνωση για ότι έχουμε αρνηθεί φεύγοντας», ρωτώ.
«Νέα ανάγνωση. Δεν είναι φαντάσματα. Είναι ζωντανοί. Το φως τους διαπερνά και τους δείχνει , με το μυαλό σου βλέπεις τον πατέρα, τη μάνα σου, ένα τοπίο και τους ξαναβάζεις μέσα. Η μνήμη είναι τρομερό πράγμα. Μπορεί να κατασκευάσει εχθρούς του θανάτου, να ανοίξει το φως», μου λέει ο Λάκης.
« Σβήνει το θάνατο», προσθέτει ο Χρήστος.
Άρα, ζούμε μέσα από τη μνήμη, παρατηρώ…
«Και δεν ζούμε μόνο εμείς, αλλά και αυτοί που φύγανε κυρίως», μου λέει ο Χρήστος.
« Η Ελλάδα είναι μια χώρα που το ψωμί της είναι το παρελθόν της. Το παρελθόν έχει το φως , όπως η ταινία», προσθέτει ο Λάκης….
«Όταν κάποιος νιώθει την ανάγκη να στήσει την κιβωτό του, διαισθάνεται τον κατακλυσμό ή προσπαθεί να τον προλάβει», αναρωτιέμαι.
«Μπορεί και τα δύο», απαντά ο Χρήστος.
«Εμείς πάντως δεν είμαστε άνθρωποι που θέλουμε να κλειστούμε από τον κόσμο, θέλουμε να ανοιχτούμε στον κόσμο», επισημαίνει ο Λάκης.
« Είδα την ταινία τρεις φορές. Μια στο σπίτι του, μετά στη Μυτιλήνη- στην πρώτη προβολή στο μουσείο Βρανά και τώρα στον Απόλλωνα. Κάθε φορά βλέπεις κάτι καινούριο. Αυτό είναι για μένα σημαντικό. Το πιο σημαντικό απ όλα είναι ότι παρότι είναι μια «δύσκολη» ταινία, για ένα κοινό που έχει μάθει, που έχει εθιστεί σε ευτελή πράγματα, εύκολα αναγνώσιμα, ακόμα και σε ανθρώπους που δεν έχουν ιδιαίτερη παιδεία και κινηματογραφική γνώση, η ταινία βρίσκει το κλειδί να ξεκλειδώνει συναισθήματα. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα κι άνθρωποι που λένε ότι δεν πολυκατάλαβα το ένα σημείο, ή το άλλο, μου λένε, βγήκα από το σινεμά και έτρεχαν τα μάτια μου. Αυτός είναι ο στόχος της τέχνης: η συγκίνηση, να συγκινεί», λέει ο Χρήστος.
« Όχι όμως ντόπα συγκίνησης. Συν-κινεί. Να κινητοποιεί τελικά», επισημαίνει ο Λάκης.
Διάβαζα μια συνέντευξη, του Λάκη, όπου αναφερόταν στην περίφημη οδό στο κέντρο της Μυτιλήνης, όπου υπήρχαν στη σειρά τρία σινεμά και η βιβλιοθήκη-η τετραλογία… Ο Αρίων, η Σαπφώ, ο Ορφέας και η βιβλιοθήκη. Περάσαμε από την εποχή που σε ένα δρόμο βρίσκονταν τρεις κινηματογράφοι, φτάσαμε στο ένα και μοναδικό σινεμά που σώζεται σήμερα και στο home cinema. Ιδιωτεύουμε, κρυβόμαστε, εγκαταλείψαμε το σκάφος του κοινού βίου, της συν-κίνησης, μονολογώ.
«Η σκοτεινή σάλα είναι αναντικατάστατη. Μια σκοτεινή σάλα όπου παίζει η ταινία και επικοινωνείς με αυτή, δεν αντικαθίσταται με τίποτα. Το σκοτάδι είναι σαν μήτρα μυήσεως», με διαβεβαιώνει ο Λάκης.
«Οι ανάσες, τα χνώτα, οι ενέργειες των ανθρώπων, όλα μαζί – αν η ταινία είναι σημαντική καταφέρνει να τους κάνει να γίνουν ένα – αυτή η συγκίνηση δεν βρίσκεται στον καναπέ του σπιτιού. Αυτό δεν αντικαθίσταται. Και μάλιστα είναι ένα αίτημα της εποχής μας, οι άνθρωποι επιδιώκουν να φτιαχτούν τέτοια σημεία συνάντησης, που για λόγους εμπορικούς έγιναν σουπερ-μαρκετ. Όλοι πια θέλουν και το ξέρουν αυτό αυτοί που ασχολούνται μόνο με τα φράγκα και αρχίζουν και επενδύουν», προσθέτει ο Χρήστος.
«Στην ταινία υπάρχει μια σκηνή στο άγαλμα της Ελευθερίας, με απαγγελία ποιήματος. Η Μυτιλήνη υπαγορεύει ποίηση ή η ίδια η πόλη είναι χώρος ερασιτεχνών, με την έννοια των εραστών της τέχνης», τους ρωτώ.
«Εγώ πιστεύω πάρα πολύ στην κυτταρική μνήμη. Πιστεύω ότι το DNA των ανθρώπων μεταφέρει μνήμες, μεταφέρει εμπειρία, εικόνες, φως, ή σκοτάδι. Πιστεύω ότι ένας τόπος σαν τη Μυτιλήνη, με τέτοιο παρελθόν, με τόσων χιλιάδων χρόνων παρελθόν και τόσο ένδοξο παρελθόν στο επίπεδο του πολιτισμού και της τέχνης δεν χάνεται. Υπάρχει στο dna των ανθρώπων», απαντά ο Χρήστος.
«Οι Μυτιληνιοί ηθοποιοί- εγώ τους λέω ηθοποιούς παρόλο που είναι ερασιτέχνες. Το ερασιτεχνικό θέατρο δεν είναι κατώτερο από το επαγγελματικό, είναι διαφορετικό, λίγο πιο «υπογραμμιστικό» δεν έχει την εμπειρία και την άσκηση ενός επαγγελματία ηθοποιού, δεν έχει την ανάγκη της επικοινωνίας με το κοινό», προσθέτει Ο Λάκης, που δούλεψε με πολλούς Μυτιληνιούς ερασιτέχνες ηθοποιούς για την ταινία. «Δεν θα μπορούσα να κάνω αυτή την ταινία χωρίς αυτούς τους ανθρώπους. Αν δεις πως παίζουν , ας πούμε τα παιδιά, που είναι παιδιά φίλων μου, συμμαθητών μου…. Και με αυτούς τους ανθρώπους δεν ακολουθήθηκε ο διάλογος που γράψαμε, αλλά ο διάλογος που διαμόρφωσαν αυτοί μαζί μας».
« Έτσι κι αλλιώς ήταν κι αυτός ο τρόπος δουλειάς με τον Λάκη. Προσπαθώντας δηλαδή μέσα από τη διαδρομή και το ψάξιμο του ήρωα και των σκηνών, θέλαμε να προσπαθήσουμε να κάνουμε λόγια το αίσθημα αυτής της διαδρομής. Προσπαθούσαμε να βρούμε, επιτρέψτε μου έναν αδόκιμο όρο, την προφορικότητα του συναισθήματος. Κι ήταν αυτό που και μένα μου έδωσε φτερά», εξηγεί ο Χρήστος.
«Βάζετε όμως τον θεατή στη θέση του αφηγητή… και η επιστροφή είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία», λέω στον Λάκη.
« Πάντα», μου απαντά.
«Είχατε στόχο να μας κάνετε όλους αφηγητές της ιστορίας μας», ρωτώ.
«Συμφωνώ απολύτως. Αυτό είναι. Θέλω βγαίνοντας οι θεατές να νιώσουν αυτούς τους ήρωες που είδαν στο πανί σαν μέλη της οικογένειάς τους, γιατί είναι μέλη της οικογένειάς τους. Γιατί αποκλείεται μέσα στην οικογένειά τους να μην υπάρχουν τέτοια αισθήματα. Οι ήρωες της ταινίας είναι παραδείγματα που ισχύουν . Αυτό θέλω να εισπράξει ο θεατής», απαντά. «Μία πολύ μεγάλη συγγραφέας μας, η Μάρω Δούκα, ήρθε και μου είπε «εσύ γυρίζεις στη Μυτιλήνη, εγώ γυρίζω στα Χανιά». Άρα δόθηκε ένα μοντέλο για επιστροφές ψυχής» .
Θεόφιλος, Βιζυηνός, Κάλβος, Σοφοκλής. Είναι ιερά τέρατα, σημεία αναφοράς στις ταινίες του Λάκη Παπαστάθη.
« Η Ελλάδα δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, είναι και η πνευματική της ιστορία. Αυτό που λέει ο Χρήστος, ότι αυτά τα πρόσωπα είναι μέσα στο DNA, το πνευματικό DNA, το πιστεύω απόλυτα. Πρέπει να ζούμε με αυτούς τους ανθρώπους, πρέπει να ζούμε με το έργο τους, να το ξαναφωτίζουμε», λέει ο Λάκης.
« Γιατί έτσι φωτίζουμε τις ψυχές μας» προσθέτει ο Χρήστος…
Η τέχνη έχει τύχη και θέση σε αυτές τις εποχές, αναρωτιέμαι.
« Αλίμονο αν δεν είχε», απαντά αυθόρμητα ο Χρήστος.
« Ε, τόσες χιλιάδες χρόνια έχει και ξαφνικά θα μας τη διαλύσει η οποιαδήποτε κρίση… Βλέπω καμία φορά μερικούς ανθρώπους που δεν επικοινωνούν με την τέχνη. Τους λυπάμαι. Μια ζωή χωρίς να έχουν δει μια παράσταση της προκοπής, μια συναυλία, ένα σινεμά, να μην έχουν διαβάσει ένα βιβλίο… Μα είναι δυστυχισμένοι άνθρωποι», λέει ο Λάκης.
« Αυτοί οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχουν καταλάβει τίποτα», προσθέτει ο Χρήστος.
Για «κλείσιμο» στην κουβέντα, τους ρώτησα αν η τέχνη είναι βιωματική.
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι και να μην κατοικείς μέσα σε αυτό… Σε αυτή την ταινία, όσοι την κάναμε, κατοικούμε εντός της», απάντησε ο Λάκης.
« Στο έργο του Λάκη συνυπάρχουν η ζωικότητα και η πνευματικότητα συνυπάρχουν. Δεν είναι ούτε κούφιος λογιοτατισμός, ούτε μιας ευτελής ζωική αναπαράσταση. Και τα δύο υπάρχουν σε μια αρμονική συζυγία. Όπως σε όλα τα έργα τέχνης», πρόσθεσε ο Χρήστος.
Φεύγοντας από το ουζερί, γεμάτος χρώματα κι αρώματα από την «επιστροφή στη Μυτιλήνη», δώσαμε υπόσχεση, πως θα ξαναβρεθούμε με την πρώτη ευκαιρία, για να τα πούμε και να τα πιούμε. Τέτοιους ανθρώπους δεν τους αφήνεις να χαθούν.
(Η συζήτηση – μετά ούζου – με τον Λάκη Παπαστάθη και τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, έγινε το 2010, στο “ουζερί η Λέσβος”, στην Εμμανουήλ Μπενάκη. Επρόκειτο να δημοσιευθεί στο περιοδικό “Νέμεσις”, αλλά το έντυπο έκλεισε τον κύκλο του και η συνέντευξη έμεινε στο αρχείο μου. Την δημοσιεύω με την απόλυτη πεποίθηση ότι τέτοιες συζητήσεις, με τέτοιους ανθρώπους, έχουν διαχρονική αξία. Και τους ευχαριστώ).λ
Χρίστος Καλουντζόγλου