Πρώτη δημοσίευση Vintage Lesvos Το περιοδικό της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Ακούγοντας το τζαζ κομμάτι του Dave Brubeck , “ Take Five “ από το άλμπουμ του’ 59 «Time Out», τα δύο αδέλφια, ο Τάκης και ο Μανώλης Συρέλλης, εκεί στην άκρη της Νεάπολης ,στο iστορικό σπίτι του Λιάκου Χατζηλία, ξεκίνησαν -χωρίς πιθανόν να το γνωρίζουν- να καταγράφουν μια από τις πιο σημαντικές περιόδους της βραδινής διασκέδασης στη Λέσβο, δίνοντας μάλιστα και το ίδιο όνομα στο καφέ μπαρ με το διάσημο άκουσμα.
Το «Take five», το μπαρ θρύλος που μεγάλωσε γενιές Λέσβιων, ήταν ίσως η πιο ολοκληρωμένη μορφή διασκέδασης του 1980, που το Μάιο του ίδιου χρόνου, άρχισε να μετράει ιστορίες και το χρόνο της νεολαίας του τόπου. Ο Τάκης και ο Μανώλης, γνωστοί για τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και τα επιτυχημένα μπαρ και καταστήματα
της δεκαετίας του 80’ και 90’ κλείνοντας το κεφάλαιο με την «Εφταλού» στον Πειραιά, μια από τις πρώτες μουσικές σκηνές στην Ελλάδα, επιστρέφουν στη Λέσβο και μεταξύ σοβαρού
και αστείου ξεκινούν σαν πείραμα το στοίχημα με το όνομα “Take Five”.
Ένα multi – culti πείραμα
Ένα πείραμα που μέτρησε 14 ολόκληρα καλοκαίρια, με δεκάδες
νέους να έχουν μέχρι σήμερα να διηγηθούν τις πρώτες βραδυνες ιστορίες τους, τα φλερτ αλλά και τα καθαρά μουσικά ακούσματα που έγραψαν στην ιστορία τις πιο επιτυχημένες live μουσικές βραδιές με ντόπια αλλά και αθηναϊκά σχήματα. Το “Take Five” ήταν ένας multi – culti χώρος για όλους. Ένα συναπάντημα, αλλά και ένα κοινωνικό πείραμα, όπου υπουργοί και ροκ σταρ, νέοι , ασυμβίβαστοι και περιθωριακοί, ποιητές, κυριλέ και βουλευτές με μια μίξη των τάσεων, κατόρθωναν κάτω από τις ίδιες μουσικές, στις καρέκλες του σκηνοθέτη, να μοιράζονται ένα ενιαίο στυλ και μια μουσική που τελικά τους συνέδεε για έναν τελικό σκοπό. Την συνύπαρξη. «Στην αρχή και μέχρι το 1984 τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για μας», μας λέει χαρακτηριστικά ο Τάκης, ό ένας εκ των δύο αδελφών. Σήμερα όντας ποιητής και έχοντας στο ενεργητικό του δεκάδες γνωστά μελοποιημένα του ποιήματα από γνωστούς συνθέτες και τραγουδιστές ,θυμάται ιστορίες και διηγείται γεγονότα που πολλές φορές ακούγονται υπερβολικά ακόμη και σήμερα. Το “Take Five” ήταν ο MUST χώρος, κάτι σαν αξιοθέατο που όφειλες να περάσεις έτσι και βρισκόσουν εδώ. « Όταν ήρθαμε δεν υπήρχαν μπαρ και ο κόσμος δεν ήξερε πως είναι να διασκεδάζεις σε αυτά» μας λέει ο Μανώλης που εδώ και χρόνια έχει αφήσει τα μπαρ και ασχολείται με την παραγωγή ούζου στο Πλωμάρι
Με καθαρά ποτά αλλά και τα μοναδικά κλαμπ σάντουιτς (που ήταν κάτι πρωτόφερτο για την εποχή ) και τις κρέπες, το μπαρ κατόρθωσε σιγά- σιγά να φέρνει όλες τις ηλικίες σε ένα φανταστικό περιβάλλον, ωραία διακοσμημένο και με μια υπέροχη αυλή με τους γνωστούς φοίνικες που ακόμη και σήμερα βρίσκονται εκεί υπενθυμίζοντας μας τα καλοκαίρια της εφηβείας μας. Από πρώτα μαγαζιά που υποστήριξε τους dj’s όπως ο Παρασκευαϊδης, ο Ράλλης και άλλοι, το ιστορικό μπαρ διέπρεψε ως μουσική σκηνή με τον Γανωσέλλη ,τον Φακανά, τον Ρακόπουλο, την Ντέμπορα Μπράουν και άλλους, που άφησαν την συχνότητα τους, στις γλυκές βραδιές του λεσβιακού καλοκαιριού. Οι «Black dog» ως τοπικό συγκρότημα, αλλά και αθηναϊκά τοπ σχήματα της εποχής. Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Β. Παπακωνσταντίνου, η Χαρούλα Αλεξίου, ήταν μόνο μερικοί από τους καλοκαιρινούς εκλεκτούς καλεσμένους. Σε τέσσερα μόλις χρόνια από την έναρξη του το μπαρ γίνεται τελικά μόδα.
Οι νέοι πιάνουν τις πρώτες τους καλοκαιρινές δουλειές ως σερβιτόροι αλλά και το κατάστημα αποκτά μάγειρα τον Μισέλ Καλιγιάννη. Το “Take Five” κατόρθωσε να ανατρέψει αλλά και να δημιουργήσει την ανάγκη της ποιοτικής διασκέδασης στο νησί. Μετά από αυτό έγιναν πολλά, αλλά αυτό το πρώτο ήταν σαν καρδιοχτύπι που ακόμη και σήμερα χτυπάει στις καρδιές τουλάχιστον δύο γενεών.