Τάσος Βάββας-Αντιπρόεδρος Ακαδημαϊκών Δραστηριοτήτων της ΕΛΣΑ: “Η νέα γενιά μεταξύ φυγής και αντίστασης”

Συνέντευξη στην Μαριάννα Γ. Ιορδάνου

Η πρόσφατη μελέτη του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, η οποία αποτυπώνει την εγκατάσταση περίπου 330.000 μορφωμένων και -φευγάτων- συμπατριωτών μας στο εξωτερικό, έρχεται απλώς να επιβεβαιώσει αυτό που όλοι ψιθυρίζουμε στα καφενεία, στα φροντιστήρια και στα οικογενειακά τραπέζια των Κυριακών: πως η Ελλάδα δεν διώχνει τα παιδιά της με τις πέτρες, αλλά με πτυχία, ξενόγλωσσα διπλώματα και ευγενικές συστατικές επιστολές.

Οι νέες και νέοι –ή, αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους λιγότερο δημοσιογραφικούς και περισσότερο υπαρξιακούς, οι επισφαλώς ονειρευόμενοι εικοσάρηδες και τριαντάρηδες του 21ου αιώνα– δεν εγκαταλείπουν την πατρίδα. Την αποχαιρετούν. Με σεβασμό, πικρία και Google Maps. Πηγαίνουν εκεί που οι κόποι τους πιάνουν τόπο, κι όπου ο μισθός δεν αντιμετωπίζεται ως χαρτζιλίκι της γιαγιάς.

Η ίδια μελέτη αποκαλύπτει ότι το 78% αυτών που εγκαθίστανται εκτός συνόρων απολαμβάνει απολαβές άνω των 2.000 ευρώ μηνιαίως. Ποσό το οποίο, στην ελληνική πραγματικότητα, θεωρείται σχεδόν μυθικό, όπως ο Μινώταυρος ή η 13η σύνταξη. Και όταν –αν ποτέ– επιχειρήσουν να επιστρέψουν, συναντούν μια αγορά εργασίας που τους περιμένει με ανοιχτές αγκάλες και κλειστά πορτοφόλια.

Το ζήτημα δεν είναι πια απλώς οικονομικό, αλλά βαθέως πολιτικό και πολιτισμικό. Πώς μπορεί μια κοινωνία να διακηρύσσει ότι επενδύει στη νέα γενιά, όταν η μόνη στρατηγική που φαίνεται να εφαρμόζει είναι η εξαγωγή επιστημονικού δυναμικού με όρους πρώτης ύλης; Πόσοι «φυγάδες αριστείας» πρέπει ακόμη να κουβαλήσουν τις βαλίτσες τους μέχρι τα σύνορα για να αναγνωριστεί πως δεν πάσχουμε από έλλειψη ταλέντου, αλλά από πλεόνασμα αδιαφορίας;

Ίσως τελικά το πρόβλημα να μην είναι ότι φεύγουν. Ίσως το πρόβλημα να είναι ότι δεν βρίσκουν κανένα λόγο να μείνουν. Ότι στην Ελλάδα της γραφειοκρατίας, των 700 ευρώ και της αέναης «μεταρρύθμισης», δεν έχουν χώρο οι φιλόδοξοι. Μόνο οι ανθεκτικοί. Κι αυτό, σε βάθος χρόνου, λέγεται ήττα.

Ή, αν θέλουμε να το θέσουμε πιο ρομαντικά: δεν είναι που οι νέοι εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Είναι που η Ελλάδα εγκατέλειψε πρώτη.

Κι όμως –διότι πάντα υπάρχει ένα «κι όμως» σε κάθε δραματική αφήγηση που σέβεται τον εαυτό της–, μέσα σ’ αυτή τη φαινομενικά λογική ακολουθία φυγής, υπάρχουν κάποιοι που όχι μόνο δεν έφυγαν, αλλά κατάφεραν να φύγουν σωστά. Να ανοίξουν δρόμο προς τα έξω χωρίς να αποκοπούν από το μέσα.

Να σκαρφαλώσουν σε διεθνείς θέσεις ευθύνης χωρίς να κρύψουν το διαβατήριό τους, και χωρίς να το κουνάνε επιδεικτικά σαν λάβαρο. Κι αν κάτι τους πρόδιδε –συμβολικά, σχεδόν ποιητικά– ήταν αυτό το πείσμα να κουβαλούν, σε εισαγωγικά και με πλήρη αυτογνωσία, μια «σημαία» που δεν κρατιέται με κοντάρι αλλά με συνέπεια, κόπο και λίγο παραπάνω χιούμορ απ’ όσο αντέχει η πραγματικότητα.

Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και ο Τάσος Βάββας 22 ετών, που με σύμμαχο τη δουλειά και την ανεξήγητη αυτή ανάγκη της γενιάς αυτής να μην παραιτείται, εκλέχθηκε στο Διεθνές Διοικητικό Συμβούλιο της ELSA. Όχι επειδή του χαρίστηκε κάτι –αυτό σπανίζει ακόμη και στα παραμύθια πια– αλλά επειδή επέμεινε να βρίσκεται εκεί που (θεωρητικά) δεν ανήκει. Και να κάνει χώρο.

1. Για αρχή, μπορείς να μας πεις με απλά λόγια τι είναι η ELSA και τι σημαίνει να είσαι μέλος της;

Αρχικά το αρκτικόλεξο ELSA προέρχεται από τις λέξεις  «European Law Students Association» ή στα ελληνικά Ευρωπαϊκή Ένωση Νέων Νομικών. Πρόκειται για μια διεθνή ΜΚΟ η οποία στελεχώνεται από φοιτητές νομικής και νέους νομικούς ανά την Ευρώπη. Στόχος της όταν ιδρύθηκε, στην Βιέννη το 1981, ήταν πρώτα και κύρια να ενώσει τους φοιτητές νομικής σε όλη την Ευρώπη κάτω από ένα κοινό όραμα – αυτό της συνεισφοράς στην νομική γνώση και της διεθνούς συνεργασίας.

Πρακτικά η ELSA λειτουργεί σε τρία επίπεδα : τοπικό , εθνικό και διεθνές. Μέσα από τα τοπικά σωματεία που εδρεύουν στις Νομικές Σχολές της Ευρώπης καθώς και μέσα από τα Εθνικά παραρτήματα της ELSA, τα μέλη της έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με πληθώρα δράσεων που διοργανώνονται σε τοπικό και εθνικό επίπεδο αντίστοιχα. Παραδείγματα τέτοιων δράσεων, είναι ημερίδες, συνέδρια, διαγωνισμοί, δράσεις κοινωνικής ευαισθητοποίησης κ.α.

Φυσικά, οι δράσεις της ELSA δεν περιορίζονται στα σύνορα μιας χώρας, αλλά παρέχεται η ευκαιρία στα μέλη της, μέσω των διεθνών προγραμμάτων της, να έρθουν σε επαφή με συμφοιτητές τους σε άλλες χώρες της Ευρώπης γνωρίζοντας τόσο τα διαφορετικά νομικά και εκπαιδευτικά συστήματα όσο και διαφορετικούς πολιτισμούς, ανθρώπους και νοοτροπίες.

Όντας λοιπόν κάποιος μέλος της ELSA έχει την δυνατότητα να συμμετέχει στις δράσεις και τα προγράμματα της αποτελώντας μέρος αυτού του κοινού οράματος που ενέπνευσε την ίδρυση της για συνεισφορά στην νομική παιδεία και την διεθνή συνεργασία.

2. Πώς ένιωσες όταν εξελέγης στο διεθνές συμβούλιο της ELSA στα 22 σου; Ήταν κάτι που περίμενες;

Αντιλαμβάνομαι ότι προκαλεί έκπληξη το να εκλέγεται ένας τόσο νέος άνθρωπος σε μια θέση ευθύνης. Αυτή η έκπληξη πηγάζει, κατά τη γνώμη μου, από μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι οι φοιτητές, και γενικότερα οι 20ρηδες, ζουν την πιο ανέμελη περίοδο της ζωής τους με μοναδική ασχολία να πίνουν καφέδες και ποτά με τους φίλους τους.

Προσωπικά, αντιπαρέρχομαι πλήρως αυτή τη νοοτροπία. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι νέοι άνθρωποι βρισκόμαστε στην πιο παραγωγική φάση της ζωής μας: δοκιμάζουμε, προσπαθούμε, παλεύουμε για το μέλλον μας. Υπάρχουν τρόποι, μέσα από οργανώσεις νέων και διάφορες πρωτοβουλίες, να ενεργοποιηθούμε, να εξελιχθούμε επαγγελματικά και να γίνουμε ενεργό μέρος της κοινωνίας των πολιτών.

Για να κλείσω το πρώτο σκέλος της ερώτησης, οφείλω να επισημάνω ότι ένας αγώνας σαν αυτόν που έκανα εγώ δεν είναι μεγαλύτερος από εκείνον ενός/μίας συνομήλικού/ης μου που εργάζεται καθημερινά για τον βιοπορισμό του/της. Η διαφορά είναι πως εγώ ήμουν σε μια προνομιακή θέση – δεν χρειάστηκε να παλέψω για τον βιοπορισμό μου, αλλά για το κάτι παραπάνω. Και πάλεψα. Και τα κατάφερα. Μόνο υπερηφάνεια λοιπόν νιώθω.

Αναφορικά με το αν περίμενα την εκλογή μου στο διεθνές Διοικητικό Συμβούλιο της ELSA, δύσκολα μπορώ να απαντήσω. Σαφώς αν ερχόταν κάποιος στα πρώτα χρόνια ενασχόλησηςμου με την ELSA να μου πει οτι σε λίγα χρόνια θα μετακομίσεις στις Βρυξέλλες για να ηγηθείς αυτού του Οργανισμού, θα γελούσα σαν να άκουγα το πιο ευφάνταστο αστείο. Περνώντας όμως 4 χρόνια στο σωματείο και έχοντας δοκιμαστεί πλέον σε διάφορες θέσεις ευθύνης, πήρα πολύ συνειδητά την απόφαση να περάσω αυτήν την τόσο απαιτητική εκλογική διαδικασία. Συνεπώς, όταν έθεσα υποψηφιότητα το έκανα με απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, στην προσπάθεια μου και στο αποτέλεσμα αυτής.

3. Είχες από μικρός ενδιαφέρον για το εξωτερικό ή την επαγγελματική εξωστρέφεια; Αν ναι , πως το καλλιέργησες;

Θεωρώ πως ναι, ήδη από παιδί είχε καλλιεργηθεί μέσα μου μια έλξη προς το άγνωστο, το καινούριο, μια επιθυμία να δοκιμάσω τον εαυτό μου σε νέα περιβάλλοντα. Η ιδέα της διαμονής και της επαγγελματικής δραστηριοποίησης στο εξωτερικό δεν συνιστά για μένα μια καριερίστικη επιλογή, αλλά μια περιπέτεια, ένα προσωπικό στοίχημα.

Χωρίς συγκεκριμένο προσανατολισμό στην αρχή, άρχισα να αναζητώ ερεθίσματα: συμμετοχή σε διεθνή προγράμματα όπως το Erasmus+, ταξίδια, εμπειρίες που μου άνοιξαν ορίζοντες και μου έδωσαν την αυτοπεποίθηση να κινηθώ πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Αυτές οι πρώτες εμπειρίες, όσο τυχαίες κι αν φάνταζαν τότε, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή μου.

Σήμερα, η απόφαση να θέσω υποψηφιότητα στην ELSA, με την προοπτική της μετακόμισης για έναν χρόνο στις Βρυξέλλες, έρχεται ως μια φυσική συνέχεια αυτής της διαδρομής. Δεν ξέρω αν το μέλλον μου θα είναι μόνιμα στο εξωτερικό – και ειλικρινά, δεν αισθάνομαι την ανάγκη να το προκαταβάλλω. Ξέρω όμως ότι θέλω να ζήσω αυτή την εμπειρία, να την εντάξω στο προσωπικό μου αφήγημα, και να συνεχίσω να χτίζω μέσα από τέτοιες ευκαιρίες τον εαυτό μου.

4. Είναι φανερό ότι ο επαγγελματικός κόσμος στο εξωτερικό λειτουργεί με άλλους ρυθμούς. Ποιες διαφορές βλέπεις στην προσέγγιση που έχουν οι νέοι από το εξωτερικό στον τομέα της νομικής, σε σχέση με αυτούς στην Ελλάδα; Υπάρχουν στοιχεία που θα ήθελες να δεις να αλλάζουν στην ελληνική πραγματικότητα;

Η διαφορά στον επαγγελματικό στίβο με τις άλλες χώρες της Ευρώπης -γιατί για αυτές μόνο μπορώ να μιλήσω – δεν αφορά αποκλειστικά τον κλάδο της νομικής. Σαφώς, τα διαφορετικά δικαιϊκά συστήματα παράγουν διαφορετικές επαγγελματικές προσεγγίσεις. Η ουσία όμως δεν βρίσκεται εκεί. Η ουσία βρίσκεται στην εργασιακή νοοτροπία. Αυτό που παρατηρείται σε χώρες ιδίως της Κεντρικής Ευρώπης και της Σκανδιναβίας είναι ότι η εργασία δεν αποτελεί απλώς ένα μέσο βιοπορισμού, αλλά ένα θεμελιώδες στοιχείο της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας. Ο επαγγελματικός χώρος είναι εκεί όπου οι άνθρωποι επενδύουν χρόνο, ενέργεια, δημιουργικότητα και λαμβάνουν πίσω αναγνώριση, οργάνωση και ουσιαστικές ευκαιρίες.

Η διαφορά, κατά την γνώμη μου, δεν είναι ότι δουλεύουν περισσότερο, αλλά ότι το κάνουν σε ένα περιβάλλον που τους επιτρέπει να το κάνουν με αξιοπρέπεια και προοπτική. Εργασιακή κουλτούρα σημαίνει να υπάρχει σεβασμός στον χρόνο, διαφάνεια σε διαδικασίες, αξιοκρατία στην εξέλιξη. Σημαίνει ότι οι νέοι ενθαρρύνονται να αναλαμβάνουν ευθύνες, να δοκιμάζουν και να διεκδικούν.

Αυτά ακριβώς τα στοιχεία θέλω να δω και στην ελληνική επαγγελματική πραγματικότητα. Όχι μέσα από την αντιγραφή ενός θεωρητικώς ιδανικού ευρωπαϊκού προτύπου αλλά μέσα από την ουσιαστική προσαρμογή μιας τέτοιας κουλτούρας στον ελληνικό τρόπο ζωής και την καθημερινότητα μας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΚΑΙΡΟΣ