Απόστολος Σπανός
Καθηγητής στο Τμήμα Θρησκείας, Φιλοσοφίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Άγκντερ
Συνέντευξη στον Βασίλη Καζάζη
Τον γνώρισα στις άγνωστες ακόμα αλάνες της Αγιάς Σωτήρας στη Σκάλα Μιστεγνών και στα παρθένα τότε νερά της θάλασσας, πριν από πολλά χρόνια, όταν παιδιά περνούσαμε εκεί τα καλοκαίρια μας.
Ο Απόστολος Σπανός γεννήθηκε στη Νότιο Αφρική και έζησε στη Μυτιλήνη. Μετά από λαμπρές σπουδές σε Θεολογία, Δημοσιογραφία, Παλαιογραφία και Ιστορία, βρίσκεται στο Κριστιανσάντ της Νορβηγίας, όπου ζει με τη σύζυγο του Ιρίνα και τα δυο τους παιδιά, την Αλεξάνδρα και τον Φώτιο, καθηγητής πλέον στο Τμήμα Θρησκείας, Φιλοσοφίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Άγκντερ. Πέρα από την πλούσια επιστημονική συγγραφική του δραστηριότητα, είναι συγγραφέας του επιτυχημένου μυθιστορήματος “Το Βλέμμα του Θεού”, ενώ έχει μεταφράσει το βιβλίο “Ιστορία της Καρδιάς από την Αρχαιότητα ώς τις μέρες μας”.
Τον συναντώ ξανά μετά από πολύ καιρό στα ίδια χώματα, στα ίδια νερά και σύντομα ανακαλύπτω ένα χαρισματικό φίλο που ίσως και να είχα ξεχάσει!
Ζεις ανάμεσα σε δυο κόσμους, αυτόν της υπεραναπτυγμένης Νορβηγίας και αυτόν της καταχρεωκοπημένης Ελλάδας. Πώς επιδρά αυτή η έντονη εναλλαγή στη ζωή σου γενικά;
Α.Σ. Είναι όντως δύο διαφορετικοί κόσμοι, δεν θα ήθελα όμως να συγκρίνω γενικά την Ελλάδα και τη Νορβηγία. Για ποια Ελλάδα και ποια Νορβηγία μιλάμε; Για παράδειγμα, μιλάμε για το κράτος ή την κοινωνία; Η σύγκριση των δύο κρατών με κάνει, ως Έλληνα, να ντρέπομαι. Για το ελληνικό κράτος, τα ξέρεις καλύτερα από μένα. Το νορβηγικό, αντίθετα, είναι ακόμη ένα κοινωνικό κράτος, λειτουργεί με σεβασμό στον πολίτη και τους νόμους, εξασφαλίζει –στο πλαίσιο του δυνατού– ισονομία στους πολίτες του, των οποίων τα δικαιώματα είναι ιερά. Παράλληλα, η πολιτική λειτουργεί με ευπρέπεια, ενώ οι πολίτες έχουν απαιτήσεις από τους πολιτικούς και τα κόμματα, ίσως επειδή η κομματική τους ταυτότητα δεν είναι κεντρικό στοιχείο της προσωπικής τους υπόστασης, ίσως επειδή δεν έχουν οι ίδιοι σκοπό να εκμεταλλευθούν τις όποιες αδυναμίες του συστήματος. Επιπλέον, η δικαιοσύνη λειτουργεί και η δημοσιογραφία ασκεί, σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό, το ρόλο της ως τέταρτη εξουσία.
Αν όμως μιλήσουμε για την κοινωνία, τους ανθρώπους, την εκπαίδευση, την τέχνη, την καθημερινότητα, τότε η Ελλάδα δεν έχει να ζηλέψει τίποτε. Κάθε άλλο. Και γι’ αυτό ακριβώς αρνούμαι να δεχτώ τον χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως «χρεωκοπημένης». Ναι, τα κάναμε θάλασσα στην πολιτική και την οικονομία μας. Και φταίμε όλοι μας ανεξαιρέτως γι’ αυτό. Ταυτόχρονα, όμως, συνεχίζουμε να παράγουμε μουσική που απευθύνεται στην ψυχή του ανθρώπου, τραγούδια που καταπιάνονται με τα βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα, θεατρικές παραστάσεις που ανταποκρίνονται πλήρως στον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας. Συνεχίζουμε να παράγουμε εξαιρετικά μυαλά, τα οποία διαπρέπουν, και ως φοιτητές και ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.
Συνεχίζουμε να ζούμε με πάθος, να θεωρούμε σημαντικές στην κοινωνική μας αξιολόγηση τις έννοιες του φιλότιμου, της φιλανθρωπίας, της ειλικρίνειας. Διατηρούμε την ικανότητα να κατανοούμε τον κόσμο και τον άνθρωπο όχι μόνο νατουραλιστικά, αλλά κριτικά και μεταφυσικά, κάτι που δίνει, για παράδειγμα, αξία στον συνάνθρωπο και κάνει την κοινωνία μας πιο ανθρώπινη στην καθημερινότητά της.
Και συνεχίζουμε να ερωτευόμαστε με πάθος και να φλερτάρουμε με τρόπο που αναδεικνύει ό,τι το καλύτερο μέσα μας (και ας μη μας φαίνεται αυτονόητο αυτό: στη Νορβηγία κατά κανόνα δεν υπάρχει φλερτ και σε πολλές περιπτώσεις ούτε καν συναίσθημα, η ερωτική σχέση περιορίζεται στη σωματική της έκφραση, και μάλιστα ενώ στο αίμα τρέχει μπόλικο αλκοόλ).
Πολύ σύντομα κατάφερες να γοητεύσεις στα ακαδημαϊκά έδρανα και να αναρριχηθείς στην ανώτερη βαθμίδα του Καθηγητή σε ένα ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο. Ποιος μπορεί να είναι ο επόμενος στόχος του Απόστολου;
Α.Σ. Αν εννοείς στόχο ακαδημαϊκό, τίποτε περισσότερο από το να συνεχίσω να απολαμβάνω, με όσο το δυνατόν πιο δημιουργικό τρόπο, αυτό που ήδη έχω: τη δυνατότητα να επικοινωνώ με νέους ανθρώπους γεμάτους ελπίδα, να μοιράζομαι μαζί τους ό,τι μπορώ να τους μεταφέρω, όχι μόνο σε επίπεδο γνώσης, αλλά κυρίως σε επίπεδο αρχών. Και ταυτόχρονα να προσπαθώ να κατανοήσω τον κόσμο μέσα από τα ερευνητικά μου προγράμματα και να μοιράζομαι τα αποτελέσματα με όποιον ενδιαφερόμενο, μέσα από τα άρθρα και τα βιβλία μου.
Υπάρχουν όμως και άλλοι, εξίσου σημαντικοί, αν όχι σημαντικότεροι, στόχοι. Σε προσωπικό επίπεδο, να απολαύσω όσο περισσότερο μπορώ τη ζωή μου με την οικογένεια και τους φίλους μου. Ελπίζω επίσης να μπορέσω να μοιραστώ με άλλους ανθρώπους κάποιες από τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου μέσω της λογοτεχνίας.
Η πρώτη σου συγγραφική λογοτεχνική απόπειρα με “Το Βλέμμα του Θεού” στέφθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία. Κατάφερες να δέσεις με ναυτική μαεστρία την ιστορία σου με στοιχεία Θεολογίας, Φιλοσοφίας και Ιστορίας, με ένα τρόπο που σπάνια συναντάς και να θέσεις τον πήχη ψηλά σε ενδεχόμενη επόμενη προσπάθεια. Αλήθεια, θα’ χει και συνέχεια αυτό το εγχείρημα; Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο;
Α.Σ. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! Ναι, θα έχει. Η συγγραφή είναι για μένα ξεκούραση και συνάμα πολύτιμη άσκηση αυτογνωσίας. Ετοιμάζω κάτι καινούργιο, το οποίο με έχει ενθουσιάσει εξίσου με “Το βλέμμα του Θεού”. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο και καταπιάνεται με τον Έρωτα ως αυτογνωσία, το ρόλο του χρόνου στον έρωτα και στο γάμο, αλλά και τη σχέση χριστιανισμού και αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Τώρα, το πότε θα είναι έτοιμο, μακάρι να ήξερα. Το ευχάριστο πρόβλημα της ζωής μου είναι ότι ενθουσιάζομαι το ίδιο και από την έρευνά μου, οπότε διαθέτω πολύ από τον ελεύθερο χρόνο μου στα επιστημονικά μου γραψίματα. Θα δούμε, έχει ο Θεός!
Έχεις τη δυνατότητα να κάνεις διακοπές και να γνωρίζεις άλλα μέρη σε όλο τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά αφιερώνεις σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα όλο αυτό το χρόνο σου στην ιδιαίτερη πατρίδα σου, τη Λέσβο. Τι θέση κατέχει τελικά το όμορφο νησί μας στη ζωή σου;
Α.Σ. Κατ’ αρχάς, όπως για όλους εμάς τους Μυτιληνιούς, έτσι και για μένα η Λέσβος δεν είναι απλώς ένας τόπος, αλλά ο τόπος πολλών ανθρώπων που αγαπώ και ένας τόπος γεμάτος από αναμνήσεις. Παράλληλα, είναι οι ρίζες μου και το αμόνι, πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε κατ’ ουσίαν η πολιτισμική μου ταυτότητα, το ποιος είμαι. Επιπλέον, αυτό που απολαμβάνω στη Λέσβο, είναι όταν είμαι στο νησί δεν είμαι κάτι ψεύτικο, ο τάχα μου καθηγητής και συγγραφέας, αλλά κάτι πραγματικό: ο γιος, ο αδερφός, ο φίλος, ο παλιός συμμαθητής, ο παλιός συμποδοσφαιριστής. Κι αυτό λειτουργεί σαν ρίζα που με συνδέει με ολόκληρη τη ζωή μου, με τις απαρχές και τις αρχές μου, με την πορεία μου, με τα λάθη μου, ομολογημένα και ανομολόγητα, με τις ελπίδες και τις ενοχές μου, με τα όνειρά μου, τα τότε και τα τωρινά.
Η Λέσβος είναι ένας τόπος μαγικός για όσους έχουν την τύχη να τον ανακαλύπτουν. Πόσο συνέβαλε το βάθος του πλούτου του στη δημιουργία ερεθισμάτων στο δρόμο σου και στην εν τέλει εξέλιξή σου;
Α.Σ. Αναμφίβολα πολύ. Πάρα πολύ. Ο τόπος μας είναι όντως ιδιαίτερος, με βαθειά πολιτισμική ιστορία, με έντονο μεταφυσικό στοιχείο, παγανιστικό και χριστιανικό. Εμείς που μεγαλώσαμε στα Μιστεγνά, μεγαλώσαμε δίπλα στον αρχαιολογικό οικισμό της Θερμής, τα θερμά λουτρά της Αρτέμιδος, το υδραγωγείο της Μόριας, την Παναγιά την Τρουλωτή, το πανηγύρι του Ταύρου, τον Άγιο Ραφαήλ. Κάποιοι από εμάς έχουμε ρίζες στην απέναντι ακτή και μάθαμε τα γεγονότα του ξεριζωμού από πρώτο χέρι, από τις γιαγιάδες ή τους παππούδες μας. Μεγαλώσαμε βλέποντας ανθρώπους να περπατούν χιλιόμετρα για να προσκυνήσουν τον Ταξιάρχη στο Μανταμάδο, μαζεύοντας ελιές τα Σάββατα και περιμένοντας τη μέρα που θα αλέθονταν οι ελιές των γονιών μας για να γευτούμε το ζεστό λάδι με φρεσκοφουρνισμένο ψωμί. Είναι δυνατόν να μείνεις ανεπηρέαστος από όλα αυτά τα ερεθίσματα;
Ακόμη και σήμερα, όμως, με την ελληνική κοινωνία στα όρια της κατάθλιψης, ο πολιτισμός στη Λέσβο είναι ακόμη δημιουργικός. Ένα παράδειγμα είναι το πόσες αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις ανεβαίνουν κάθε χρόνο από ντόπιους ερασιτεχνικούς θιάσους. Για να μην περιοριστούμε όμως στην τέχνη: ο πολιτισμός μας είναι ορατός στην καθημερινότητά μας, με κορυφαίο ίσως παράδειγμα τη φιλοξενία μας. Δύο φίλοι, μια Αθηναία και ένας Νορβηγός, κοσμογυρισμένοι και οι δυο, μου έλεγαν πρόσφατα ότι δεν έχουν αισθανθεί πουθενά στον κόσμο τόσο ευπρόσδεκτοι και «άρχοντες», όσο στο νησί μας. Περιττό να σου πω ότι φούσκωσα σαν το διάνο από περηφάνια.
Σε είδα πρόσφατα σε μια παρουσίαση βιβλίου σου στη Δημοτική Πινακοθήκη Μυτιλήνης να κλαίς, εξαιτίας της παρουσίας του μικρού σου γιου στις θέσεις του κοινού. Δε θα σε ρωτήσω πόσο σημαντική είναι η οικογένεια στη ζωή σου, γιατί δε θα’ θελα να κλείσουμε τη συνέντευξη εκβιάζοντας μια κοινότοπη απάντηση. Πες μου όμως, πόσο μάταια και ψεύτικα φαντάζουν όλα γύρω σου όταν κοιτάς το παιδί σου στα μάτια, ειδικά σε μια τέτοια εκδήλωση αφιερωμένη σε σένα;
Α.Σ. Νομίζω εδώ θα διαφωνήσω μαζί σου, μια και πιστεύω ότι είναι ακριβώς τότε που όλα αποκτούν ένα πολύ σημαντικό επιπρόσθετο νόημα. Τι εννοώ; Κάθε τι που κάνουμε έχει ένα βασικό νόημα με βάση το σκοπό για τον οποίον γίνεται, είτε αυτός ο σκοπός είναι επαγγελματικός είτε προσωπικός. Το γράψιμο, επιστημονικό ή λογοτεχνικό, απαιτεί πολύ χρόνο και συγκέντρωση. Ταξίδια και πολλές μέρες που είσαι στο σπίτι χωρίς να είσαι στο σπίτι. Αυτό έχει μια αρκετά ακριβή τιμή, την οποία καλούνται να πληρώσουν οι γύρω σου. Όταν λοιπόν σε μια τέτοια εκδήλωση δεις έστω και για μια στιγμή στα μάτια των παιδιών σου τη λάμψη της περηφάνιας για τον πατέρα τους ή στο χαμόγελο της γυναίκας σου το «δεν πειράζει, τελικά άξιζε τον κόπο», τότε μπορεί η ψυχή σου να συγχωρήσει τις εγωιστικές επιλογές σου, βιώνοντας αυτό το επιπλέον νόημα στον κόπο και το χρόνο σου. Ένα νόημα που ξεφεύγει από τα όρια της ικανοποίησης για τη δημοσίευση ή θετική υποδοχή ενός βιβλίου και κινείται πλέον στο χώρο της προσωπικής ευτυχίας.