γράφει ο Γιώργος Καστέλλης (Cinefreaks.gr)
Αν για κάποιο λόγο βγάζουμε το καπέλο στο franchise του “Hunger Games”, είναι γιατί τόλμησε κι έφερε το εφηβικό target group του αντιμέτωπο με αρκετά σύνθετα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, αποφεύγοντας επιμελώς να παραδώσει μασημένη τροφή. Εδώ που τα λέμε θέλει κότσια να ξοδέψεις προϋπολογισμούς εκατομμυρίων, προκειμένου να συστήσεις σε μια απολιτίκ σινεφίλ νεολαία έννοιες όπως «προπαγάνδα» κι «ολοκληρωτισμός». Ειδικά τη στιγμή που αυτή έμοιαζε να εξαντλεί τις ανησυχίες της σε σουρεάλ αισθηματικά διλήμματα τύπου «Να τα φτιάξω με βαμπίρ ή με λυκάνθρωπο».
Ευτυχώς η Lionsgate πήρε το ρίσκο και το πείραμα στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, τόσο σε εμπορικό όσο και καλλιτεχνικό επίπεδο. Κι αν και από τη συνταγή δεν έλειψε καμία από τις γνωστές ατραξιόν των mainstream blockbuster (ρομάντζο, ελκυστικοί πρωταγωνιστές, οπτικό υπερθέαμα σε κοστούμια και σκηνικά, εφετζίδικες σκηνές δράσεις) ούτε μία στιγμή η σειρά δεν προσέγγισε τη θεματολογία της με κάτι λιγότερο από τη δέουσα σοβαρότητα.
Στην τρίτη ταινία που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες η παράδοση αυτή δεν σπάει. Ίσα ίσα το κλίμα είναι πιο σκοτεινό από ποτέ. Ο «Αγώνας» ξεφεύγει πια απ’την την τηλεοπτική αρένα και μεταφέρεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της δυστοπίας του Πάνεμ. Η μαχητικότητα που επέδειξε η νικήτρια των “Hunger Games” Katniss Everdeen έχει πια εμπνεύσει τους υποτελείς των δώδεκα περιοχών να εξεγερθούν εναντίον της Capitol και η ίδια πλέον, αρκετά απρόθυμα, επωμίζεται το βάρος του να γίνει η μασκότ μιας νέας αιματηρής επανάστασης. Σε αυτή την εσωτερική σύγκρουση της ηρωίδας στηρίζει το δραματικό βάρος του το πρώτο μέρος του τελευταίου κεφαλαίου. Από τη μία οι περιστάσεις την αναγκάζουν να φερθεί ως η αγωνίστρια που όλοι πιστεύουν πως είναι, από την άλλη αυτό θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του αγαπημένου της Peta που βρίσκεται ακόμα όμηρος της Capitol.
Το συγκεκριμένο σεναριακό υλικό αφενός δίνει την ευκαιρία στην υποκριτικά αλάνθαστη Jennifer Lawrenceνα διαπρέψει για μια ακόμα φορά πάνω σε έναν τρισδιάστατο χαρακτήρα μακριά από τις συνηθισμένες action heroes, αφετέρου δίνει την ευκαιρία στους δημιουργούς να κάνουν ένα ουσιαστικό σχόλιο για το πώς η προπαγάνδα τελικά δημιουργεί τους ήρωες.
Από τις καινούριες προσθήκες ξεχωρίζουν οι Julianne Moore και Natalie Dormer ενώ ο Philip Seymour Hoffman και ο Donald utherland αποδεικνύονται σταθερές αξίες . Αναλόγως εύστοχη είναι και η κίνηση των σεναριογράφων να συμπεριλάβουν ξανά την Elizabeth Banks στο cast, παρόλο που ο χαρακτήρας της απουσιάζει από το μεγαλύτερο μέρος του τρίτου βιβλίου. Λόγω της περιρρέουσας «μαυρίλας», οι χιουμοριστικές νότες που προσφέρει ο ρόλος της, εδω μοιάζουν πιο ευπρόσδεκτες από ποτέ.
Κι ενώ όλα λοιπόν φαίνονται σωστά και στη θέση τους, υπάρχει ένα μελανό σημείο που θα δυσκολευτούμε να συγχωρέσουμε. Aπό τη μία μεν δεν μπορούμε με τίποτα να ισχυριστούμε πως το «Hunger Games: The Mockingjay – Part 1» είναι κακή ταινία, από την άλλη βέβαια δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως είναι και ταινία…
Η επιλογή των συντελεστών να χωρίσουν το τελευταίο μυθιστόρημα της τριλογίας σε δύο φιλμικά κομμάτια, αφήνει την τρίτη ταινία γυμνή από τη νοηματική αυτοτέλεια που απαιτεί ένα ολοκληρωμένο κινηματογραφικό έργο. Το Mockingjay -part 1 μοιάζει σαν ξεχειλωμένη εισαγωγή για τα όσα θ’ακολουθήσουν στην επόμενη ταινία. Γνωρίζουμε μεν καινούριους χαρακτήρες κι ενημερωνόμαστε για το τι απέγιναν οι παλαιότεροι, ωστόσο δεν έχουμε κάποια ουσιαστική προώθηση της δράσης. Είναι παραπάνω από σαφές λοιπόν πως αυτός ο χωρισμός δεν εξυπηρετεί την αφήγηση αλλά την απληστία των παραγωγών και μόνο. Το κόλπο είναι πια γνωστό. Το είδαμε να συμβαίνει και στο τελευταίο “Twilight” το είδαμε να συμβαίνει και στον τελευταίο Harry Potter. Παρόλα αυτά εξακολουθούμε να το μισούμε! Κι αν στα προαναφερθέντα franchise το κατάπιαμε επειδή αναγνωρίζουμε πως το κοινό τους θέλει και τα παθαίνει, στην δεδομένη περίπτωση μας φαίνεται τουλάχιστον ειρωνικό που ενώ η σειρά νοηματικά αποτελεί μια ολοφάνερη αλληγορία κατά του καπιταλισμού, την ίδια στιγμή υιοθετεί ανερυθρίαστα τις πρακτικές του!