Το κεκ γράφει ο Άγγελος Ρέντουλας
Είναι μια μικρή γιορτή για τα σπίτια το φτιάξιμο ενός κέικ. Ακόμα και το πιο απλό, της κάθε μέρας, αυτό που πριν εξοπλιστούν με ζυγαριές οι κουζίνες μετρούσες τα υλικά με το φτηνό φλιτζάνι του γαλλικού που κρεμόταν στην ξύλινη βάση στον πάγκο της κουζίνας, εκεί κοντά στην καφετιέρα. Ή με τον πλαστικό κεσέ του γιαουρτιού. Στο μητρικό μου σπίτι ήταν αυτό: ένα απλό κεκ βουτύρου με γιαούρτι αγελαδίτσα της ΦΑΓΕ και ξύσμα λεμόνι, κομμάτι άτεχνο, χωρίς μίξερ, συνήθως μαρμπρέ: το ένα τρίτο του χυλού έμπαινε σε χωριστό λεκανάκι για να το ανακατέψει η μαμά με κακάο και κάποιες φορές και με πούδρα ελληνικού καφέ. Δεκαπεντανόστιμη η ωμή ζύμη, ιδίως η σκούρα, τρελαινόμουν να καθαρίζω με το δάχτυλο τα μπολ.
Πώς μεγάλωσε το δαχτυλάκι εκείνο που έγλειφε το μπολ.
Ξεροψημένο στις άκρες του, ιδίως εκεί που κάνει γωνίες και τσακίσματα η φόρμα, μαλακή ψίχα, εύθρυπτη, λιωτή, μαγικό κεκάκι. Παπάρα στο γάλα, στους πρώτους αραιούς ελληνικούς καφέδες στα χρόνια του δημοτικού, και αργότερα στις αμέτρητες κούπες φίλτρου στα ξενύχτια των Πανελλαδικών. Δύο, τρεις, πέντε φέτες. Στον πάτο του φλιτζανιού, τα τρίμματα μιας εποχής.
Αγαπούσα πάντα την κόρα. Το τραγανό είχε όλη την ουσία του κέικ, πυκνή γλύκα, το καραμελωμένο θαύμα της χημείας. Και τα κλάματά μας και οι στενοχώριες μας τότε ήταν ψημένη ζάχαρη. Η πίκρα δεν είχε εγγραφεί στο μυαλό, η πίκρα, οι πίκρες ήταν των μεγάλων.
Τι σιγουριά, τι ασφάλεια που νιώθεις όταν φτιάχνεις κέικ. Τα ασπράδια, όταν τα χτυπήσεις, γίνονται μαρέγκα. Νόμος. Οι κρόκοι με τη ζάχαρη, μη βιαστείς, μετά από λίγο, αν επιμείνεις, γίνονται μια παχιά, κολλώδης, φαιά κρέμα, τη βλέπεις στον κάδο ανάδευσης και μαγνητίζει τα μάτια σου, ονειρεύεσαι κρεμόλουτρα, ηρεμεί ο νους. Το ίδιο κι αν το ξεκινήσεις από βούτυρο που το χτυπάς με ζάχαρη, για να κάνεις μεταξωτή βουτυρόκρεμα που θα πάρει μετά τα αυγά. Είναι ψυχοθεραπευτικό το κέικ, σκεδάζει φόβους και σκοτούρες, σπάει τη ροή του χρόνου το δευτερόλεπτο που σπάς τα αυγά.
Τέτοιες σταθερές δεν έχει πολλές η ζωή.
Αποκούμπι το κέικ, μην το γελάς, μια γιορτινή στιγμή στην άχαρη ρουτίνα. Καρτερικά περιμένοντας στην πιατέλα του τη συνάντησή σας, να σε καλημερίζει, να σε καλησπερίζει, με το καλοσυνάτο βλέμμα του, ποτέ, ποτέ να μη σε κοιτάζει υπό γωνίαν.
Το κέικ, με τη λουλουδένια όψη και την τρύπα στη μέση, και τα ωραία σκασίματα, μια καφεμπέζ ζωγραφιά, από το μπλοκ μιας εποχής που τα πάντα έμοιαζαν εφικτά. Τότε που τα πάντα ήταν λίγα και τα άγνωστα πολλά.
Να ‘χα τώρα ένα κομματάκι από εκείνο το άτεχνο κεκ της μαμάς. Λίγα ψίχουλα από την ομορφιά της νιότης μας.
*αναδημοσίευση από το περιοδικό Γαστρονόμος
(Φωτό: Nikos Karanikolas)