Όταν είσαι νέος, έχεις έναν μοναδικό τρόπο να βλέπεις καθαρά μέσα από τις προσωπικές μνήμες την ουσία ακόμα και των πιο πολύπλοκων πραγμάτων της καθημερινότητας. Καθώς μεγαλώνεις οι υποχρεώσεις, οι ανάγκες αλλά και η συνήθεια σε κάνει να επανεξετάζεις τις εικασίες της νιότης. Ουσιαστικά αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ των ηλικιών που καθορίζουν πόσο ανέμελος ή όχι είσαι ….
Η μουσική, αυτή καθαυτή είναι μια από τις πιο δυνατές μνήμες.
Ακούς ένα μουσικό κομμάτι και μεταφέρεσαι νοερά σε έναν κόσμο του παρελθόντος. Το ίδιο ισχύει και με την όσφρηση όπως εξαιρετικά περιέγραψε και ο Πατρίκ Ζίσκιντ στο βιβλίο του «Το άρωμα» που έγινε και επιτυχία.
Κάπως έτσι και μετά από όλη αυτήν την φλύαρη εισαγωγή θεωρώ ότι πολλοί από τους μουσικούς του τόπου μας, έγραψαν τη δική τους ιστορία η οποία είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στις δικές τους εποχές.
Όντας η μικρότερη από άλλα τρία μεγαλύτερα αδέλφια είχα το προνόμιο να μπαίνω γρηγορότερα στις τάσεις της κάθε εποχής. Έτσι, άκουγα μουσικές, γνώριζα ανθρώπους και υιοθετούσα ιστορίες «μεγαλύτερες από το μπόι μου» σχεδόν όλα τα χρόνια της εφηβείας μου. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε και αργότερα…
Κάπως έτσι λοιπόν, άκουσα για πρώτη φορά τους «BLACK DOG» στο Δημοτικό θέατρο της πόλης, πολύ αργότερα τους «Blues wire» στο ΠΑΡΑΡΛΑΜΑ και στο ΜΥΛΟ στη Θεσσαλονίκη αλλά και πολλά και διάφορα σχήματα που με έβαλαν σε έναν απίστευτο κόσμο που μιλάει την γλώσσα. Αυτή της μουσικής.
Πριν μερικές ημέρες έτυχε να βρω στον δρόμο μου τον Κώστα Περόγλου.
Ένα όνομα που σε διάφορες περιόδους της ζωής μου έκανε πολλούς γύρους σε βραδινές συζητήσεις αφού πάντα ήμουν λάτρης των ντραμς.
Το Μαύρο Σκυλί των «BLACK DOG» με τους ανεπανάληπτους Μαϊκ Φωτιάδη, Παναγιώτη Μανιάτη, Σίμο Ευθυμιάδη, Γρηγόρη Μολυβιάτη δεν έριξε μαύρη πέτρα πίσω του.
Αντιθέτως όταν έκλεισε τον κύκλο του στα μεγάλα και σημαντικά μουσικά σχήματα στο κλεινόν άστυ, επέστρεψε δριμύτερος στην αγαπημένη γενέτειρα του με πολύ όρεξη για να μεταδώσει σχεδόν μια τριαντακονταετία στο σκαμπό του ντραμς, με τον Τζίμη Πανούση, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Ορφέα Περίδη, τον Σταμάτη Γονίδη, τον Νότη Σφακιανάκη, την Ελένη Πέτα και πολλούς άλλους από τους πιο γνωστούς μουσικούς. Μέσα σε αυτό το ταξίδι της μουσικής, παράλληλα με τα δικά του γκρουπάκια ή εκείνα των φίλων του κατόρθωσε να ισορροπήσει σε μια πόλη που δεν του άρεσε ποτέ και που η ζωή ήταν ένας καθημερινός αγώνας για επιβίωση. Πριν μερικές ημέρες συνάντησα τον θρύλο των ντραμς μετά από ένα live και πιάσαμε την κουβέντα. Νομίζω ότι χρειάστηκε να του μιλήσω αρκετή ώρα για να τον πείσω ότι η ζωή των ανθρώπων που πέτυχαν στο κομμάτι που τους καθόρισε, έχει πολύ μεγάλη σημασία για όλους τους υπόλοιπους που παρέμειναν εδώ στο ακριτικό νησί μην έχοντας τις ίδιες επιλογές με τον ίδιο.
Αυτό λοιπόν αρκούσε. Μετά από μερικές ημέρες κάθισε απέναντι μου στο γραφείο και μιλήσαμε για όλα. Για τη μουσική, για τις επιλογές του, για τη ζωή του. Σεμνός και ταπεινός απέναντι σε αυτό που επέλεξε, μου εξήγησε το πόσο σημαντικός ήταν ο κύκλος της μουσικής ζωής του δίπλα στον Τζίμη Πανούση και σε άλλους λιγότερο και περισσότερο επώνυμους.
«Ο Τζιμάκος», όπως λέει και ο ίδιος ο Κώστας καθώς μου μιλάει για την μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής του «ήταν η καλύτερη δουλειά του κόσμου» και στην οποία βρέθηκε μέσω ενός φίλου που ήταν στο σχήμα. Αφού τους γνώρισε το ‘93 εισχώρησε στο σχήμα το ‘95 με μια πρώτη συναυλία στο ΡΟΔΟΝ στην Αθήνα. Στην πρεμιέρα αυτή αλλά και στην πρώτη μεγάλη του εμφάνιση ο Κώστας έκανε αγώνα για να καταφέρει να παίξει με το άγχος που είχε … Ο κύβος ερρίφθη και μετά από αυτή τη συναυλία έγινε η αρχή για μια πορεία που τον σημάδεψε τόσο μουσικά όσο και προσωπικά, αφού η φιλία του με τον Τζίμη κρατάει μέχρι σήμερα και όπως λέει και ο ίδιος ο μουσικός θα κρατήσει για πάντα. Πρόσφατα σε ένα reunion με τις «Μουσικές Ταξιαρχίες» αν και υπήρχε θλίψη γιατί είχε φύγει ο Βαγγέλης Βέκιος, ο γνωστός ντράμερ του σχήματος, συναντήθηκαν μαζί μουσικά αλλά και προσωπικά όλοι εκείνοι που επένδυσαν και συνεχίζουν να επενδύουν στη γλώσσα της μουσικής.
Οι πιο δυνατές στιγμές
Όλα αυτά τα χρόνια στη μνήμη του μεγάλου ντραμίστα μένουν οι συναυλίες με τον απίστευτα σωστό ήχο αλλά και τη μαγεία του να είσαι κομμάτι μιας ομάδας που η βαρύτητα της μουσικής σε κάνει να αισθάνεσαι, αν μη τι άλλο, δέος. Κι έτσι όπως υποστηρίζει και ο ίδιος το να συνοδεύεις ένα μεγάλο υπερκαλλιτέχνη, όπως είναι ο Τζίμης Πανούσης, σε γεμίζει εμπειρία που τη χρησιμοποιείς ακόμα και στα πιο μικρά και ασήμαντα σχήματα. Σε μια συναυλία μια φανατική θαυμάστρια του Τζίμη ούρλιαζε καθ’ όλη την διάρκεια της συναυλίας γεγονός που κάποια στιγμή τον ενόχλησε και σταμάτησε τη συναυλία την πήρε στους ώμους του και την μετέφερε έξω από το μαγαζί… Το απρόβλεπτο του καλλιτέχνη ήταν ανάλογο και σε πολλές άλλες συναυλίες!
Άλλη εμπειρία που έχει να μας διηγηθεί ο γνωστός ντράμερ είναι σε ένα ανεπανάληπτο καλοκαιρινό τουρ με τον Περίδη και τον Ιωαννίδη, ο Κώστας σε μια ανάπαυλα με το σχήμα του Τζίμη, καλόμαθε όπως λέει τόσο στο επίπεδο της σχέσης με τους καλλιτέχνες όσο και στην οργάνωση των συναυλιών. Η συνέχεια ήταν με το ξεκίνημα του Χατζηγιάννη, με τον Τάκη Ζαχαράτο αλλά και με πολλούς γνωστούς και επώνυμους του χώρου που του έδωσαν μέσα στην πορεία των χρόνων τόσο την εμπειρία όσο και το όνομα που με την αξία του το κέρδισε.
Μαύρο σκυλί παντός καιρού
Μαθητής και παράλληλα συνεργάτης του μεγάλου Μπινταγιάλα στην ηλικία των 17 χρόνων πήρε μέρος στα μεγαλύτερα πανηγύρια του τόπου και ένιωσε όλη αυτή τη μαγεία της συνεύρεσης των ανθρώπων που η μοναδική τους επικοινωνία ήταν σε αυτές τις μουσικές συναντήσεις κυρίως στις πλατείες των χωριών όπου συνέβαιναν τα πάντα. Η μουσική,πάντα έπαιζε τον πρώτο ρόλο στη ζωή του, ακόμη και όταν ήρθε η οικογένεια, τα παιδιά και η ρουτίνα της καθημερινότητας.
Ίσως όχι στην αρχική της ποσότητα αλλά πάντα ο Κώστας Περόγλου επένδυε στη μουσική βρίσκοντας μέσα από αυτή τις ισορροπίες που χρειάζεται ο καθένας από εμάς. Μετά από το ωδείο Αθηνών με αντικείμενο τα ευρωπαϊκά κρουστά, τα γκρουπάκια ήταν αυτά που τον συντήρησαν ψυχολογικά στην τσιμεντένια πόλη.
Τα γκρούπ
Υδροχόος, Ζoulixo λίγο, ΝΕ, Closer, Οι άθλιοι του Ουγκό, ήταν μερικά από τα συγκροτήματα της εποχής όπου ο Κώστας Περόγλου έβαλε τη σφραγίδα του.
Για τον ίδιο, η συμμετοχή του στο «Ζoulixo λίγο», με τα δικά τους τραγούδια και με τον Γιώργο Μακρή που ήταν η ψυχή της ομάδας αλλά και ο καλλιτέχνης της παρέας ως ζωγράφος, η μουσική τον κατέκτησε.
Οι ΝΕ ήταν άλλη μια σημαντική στάση. Με τον Ορέστη Πλακίδη στην παραγωγή και ενορχήστρωση, ο Κώστας θεωρεί ότι του χρωστάει πολλά αφού τον βοήθησε μέσα κι έξω από το χώρο σε εποχές δύσκολες και απαιτητικές.
Μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή με ανθρώπους που ο καθένας είχε την αξία του, τα καλά του και τα κακά του, την εμπειρία του αλλά και την ιστορία του, ο Κώστας Περόγλου θα επέμενε στον Τζιμάκο όπως ο ίδιος τον αποκαλεί.
ALL Weather band
Σήμερα και μετά από την ζωή του στην εμπόλεμη ζώνη της Αθήνας επέστρεψε στη Λέσβο, γιατί πιστεύει ότι το δυναμικό του νησιού αξίζει πολλά, αλλά δεν του έχουν δοθεί οι κατάλληλες ευκαιρίες. Ο Κώστας Περόγλου πιστεύει ότι μπορούμε να ανεβάσουμε το μουσικό επίπεδο του νησιού γιατί απλά ξέρουμε και μπορούμε. Στις συναυλίες που πραγματοποιεί τώρα σε διάφορα μπαρ και καφέ της πόλης καθώς και σε διάφορα πατροπαράδοτα πανηγύρια, δίνει τη σημερινή του σφραγίδα και εμπειρία ενώ μετά την επιστροφή του πολλοί είναι οι φίλοι της γενιάς του που τον ακολουθούνε πιστά και διασκεδάζουν με το σημερινό σχήμα του ALL Weather band (Νίκος Περιφεράκης, Γιώργος Ρούτσης, Κώστας Περόγλου) που τους μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα του παρελθόντος, τότε που η ψυχαγωγία είχε άλλη ποιότητα αλλά και άλλη διάσταση.
Στα παρακάτω link μπορείτε να δείτε τις δουλειές του Κώστα Περόγλου.