Η Αγιάσος είναι η Μέκκα του λεσβιακού καρναβαλιού, όπου συρρέουν χιλιάδες κόσμου κάθε χρόνο για να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις του. Το αγιασώτικο καρναβάλι ξεχωρίζει για τη μοναδικότητά του και αποτελεί σπάνιο δείγμα της ντόπιας λαϊκής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι ρίζες του εθίμου χάνονται στα βάθη της Τουρκοκρατίας. Μέσα στο διάβα ενός και πλέον αιώνα το έθιμο πέρασε από πολλά στάδια, επηρεάστηκε από μύριες καταστάσεις και συνοδοιπόρησε με την εκάστοτε ιστορική εποχή εξελικτικά.
Το καρναβάλι της Αγιάσου ξεχωρίζει όμως κι απ’ όλες τις πανελλήνιες εκδηλώσεις για την ιδιομορφία του, την καυστική και σπιρτόζικη έμμετρη (σε ιαμβικό ή τροχαϊκό δεκαπεντασύλλαβο) σάτιρα που την εκφράζουν με το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα οι λαϊκοί ποιητές.
Το παλιότερο έθιμο της Αποκριάς ήταν η «πατινάδα», ο γύρος των παλικαριών στις γειτονιές του χωριού, όπου λειτουργούσαν τα κουιτούκια και γινόταν το νυφοπάζαρο. Τραγουδούσαν παλιά παραδοσιακά τραγούδια (Σούσα, Λυγερή, Τριανταφυλλένια, κ. ά).
Γύρω στο 1900 ο καλλίφωνος της παρέας (αρχινιστής του τραγουδιού) ντυνόταν με τσολιάδικη φουστανέλα και περικεφαλαία, παριστάνοντας το Μεγαλέξαντρο, που συμβόλιζε την αδούλωτη ελληνική ψυχή και με τα τραγούδια του τόνωνε το εθνικό φρόνημα των σκλαβωμένων ραγιάδων.
Το Αναγνωστήριο ενδιαφέρθηκε για το καρναβάλι ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με το αριθμ. 56/27-2-1902 πρακτικό του Διοικητικού του Συμβουλίου, επιτροπή αποτελούμενη από μέλη του Δ.Σ. διενήργησε έρανο με σκοπό την απονομή χρηματικών βραβείων σε καρναβαλικές ομάδες.
Στις αρχές του 19ου αιώνα αρχίζει να μπαίνει ο στίχος. Στην αρχή έκαναν μικρές αυτοσχέδιες παραστάσεις οι χωρατατζήδες του χωριού, σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις της τοπικής κοινωνίας.
Μετά το 1912 και πολύ περισσότερο μετά το 1922 ξεπηδούν νέοι λαϊκοί ποιητές. Είναι τα μπαρουτοκαπνισμένα παλικάρια της Αγιάσου, που γύρισαν από τα πολεμικά μέτωπα. Μέσα από τη σάτιρά τους εκφράζουν τα αιτήματα της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της κοινωνικής αλλαγής. Καθιερώνουν για εκφραστικό τους όργανο την αγιασώτικη ντοπιολαλιά.
Ήδη από την προπολεμική περίοδο ζωντανεύει το έθιμο του αντικαρνάβαλου ή καρναβαλομαχίας.
Το 1938 το Αναγνωστήριο αξιοποιεί τη δωρεά του Θεόδωρου Ντουγραματζή ή Κουκουβάλα και θεσπίζει το «Βάλειο» Διαγωνισμό (απονομή χρηματικών επάθλων στα διαγωνιζόμενα καρναβαλικά συγκροτήματα) που – με μικρές διακοπές – κράτησε ως το 1984.
Τις Αποκριές του 1944 ηχεί η προφητική φωνή του καρνάβαλου που προβλέπει την ήττα του γερμανικού φασισμού και την απελευθέρωση της πατρίδας.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο το καρναβάλι μπαίνει σε καινούρια καλούπια. Αλλάζει ο τόπος και ο χρόνος των εκδηλώσεων. Ο μουλαροκίνητος καρνάβαλος δίνει τη θέση του στα άρματα, που καθιερώθηκαν στα χρόνια του Ανανία Καραμανλή.
Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε το καρναβάλι την περίοδο της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, οπότε παρουσιάστηκαν πολλά από τα καλύτερα αριστουργήματα της ιστορίας του και μάλιστα σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας.
Σήμερα διατηρεί τη μορφή που πήρε μεταπολεμικά (λαϊκό δρώμενο με έντονα θεατρικά στοιχεία σε ανοιχτό δημόσιο χώρο που συνδυάζει σε ολοκληρωμένη θεματική ενότητα τον έμμετρο σατιρικό λόγο με την εμφάνιση αρμάτων). Η θεματολογία της λαϊκής μούσας καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα. Τα θέματά της αντλούνται κυρίως από την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία, καθώς και από τη θρησκευτική μας παράδοση. Μέσα απ’ αυτά αναπαράγεται με αλληγορικό και συμβολικό τρόπο η σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και σατιρίζονται με παραλληλισμούς πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας. Ο ποιητής λαός δε μασκαρεύεται απλά για να τέρψει το ακροατήριο του, αλλά φρονηματίζει, παραδειγματίζει, καυτηριάζει με το θερμοκαυτήρα της πέννας του το σάπιο κομμάτι του κοινωνικού σώματος. Δεν είναι σεμνότυφος, χτυπά αλύπητα τα στραβά, μιλά σταράτα και ειλικρινά. Είναι τολμηρός και προφητικός. Δε φοβάται, δε συμβιβάζεται, δε χαρίζεται σε κανέναν. Με την καυστική αθυροστομία του κάνει ενέσεις στον άρρωστο κοινωνικό οργανισμό.
Έντονοι είναι οι δεσμοί του αγιασώτικου καρναβαλιού με την αρχαιοελληνική πολιτιστική δημιουργία και παράδοση. Ο καρνάβαλος είναι τραγικό πρόσωπο. Προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα χτυπήματα της μοίρας του με τη διακωμώδηση των ίδιων των δεινών του, να βγάλει γέλιο μέσα από τον κυκεώνα των δεινοπαθημάτων του, για να μπορέσει να αντέξει ψυχικά και σωματικά και τελικά να επιβιώσει. Τα Βακχεία, που τελούνταν προς τιμή του θεού Διόνυσου και εξυμνούσαν την αέναη αναδημιουργία, τη γονιμότητα και την αναζωογόνηση της φύσης κατά την άνοιξη, χαρακτηρίζονταν από το διονυσιακό οργασμό των μυούμενων στη θεϊκή λατρεία (βακχικά όργια), μέσα από τον οποίο πιστευόταν ότι επέρχεται η ψυχική κάθαρση και η εξύψωση στην τελειότητα μιας υπερκόσμιας ζωής.
Απομεινάρια της βακχικής αυτής αντίληψης για τη ζωή είναι και τα “τριψίματα”, δίστιχα ομοιοκαταληκτικά τραγούδια που υμνούν τα γεννητικά όργανα, καθώς και τα «ιμ’τζουρώματα» αυτών που «αρχιώντι». Η λέξη αρχιώμι προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα “ορχούμαι” που σημαίνει μετέχω στον όρχο, χορεύω, μετέχω στον κύκλο των μυστών της διονυσιακής λατρείας, οι οποίοι βάφονταν με την τρυγία, το κατακάθι του σταφυλιού, το σώσμα του κρασιού, που είχε χρώμα κόκκινο. Στην Αγιάσο του 1950 εξακολουθούσαν να βάφονται με κόκκινα κραγιόνια. Αργότερα επικράτησε το μουτζούρωμα με το κάρβουνο.
Το αγιασώτικο καρναβάλι είναι ένα ζωντανό πολιτισμικό σύμβολο. Μοναδικό δείγμα της ντόπιας λαϊκής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας σε πανελλαδική κλίμακα. Επιβιώνει χάρη στην ανιδιοτελή προσφορά, το φλέγμα και το μεράκι των Αγιασωτών.
Η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τη σκυτάλη της οργανωτικής ευθύνης των καρναβαλικών εκδηλώσεων πήρε από το 1984 ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αγιάσου «Ο ΣΑΤΥΡΟΣ». Από το 1999 τα δύο Σωματεία συνεργάζονται στην οργάνωση εκδηλώσεων ερευνητικού περιεχομένου – αναβίωσης παλιών καρναβαλικών εθίμων. Από την ίδια χρονιά συμμετέχει στη διοργάνωση των καρναβαλικών εκδηλώσεων και ο Δήμος Αγιάσου.
Πληροφορίες άρθρου: Αgiasos.gr
Πηγή φωτογραφίας: Φωτογραφικό Αρχείο Αναγνωστηρίου Αγιάσου Καρναβάλι Αγιάσου 1878/ παραχώρηση από Παλιές φωτογραφίες της Λέσβου και της Μυτιλήνης