Η Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία ως τρόπος οργάνωσης της οικονομικής ζωής στα χωριά της βορειοδυτικής Λέσβου
Στο χωριό Ανεμώτια της Λέσβου στα μέσα του 2017 μία ομάδα νέων ανθρώπων, λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας αλλά και της ευρύτερης περιοχής, ίδρυσε την Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση “Ηφαίστειο Ανεμώτιας Κοινσεπ”, εγκαινιάζοντας ένα νέο τρόπο οργάνωσης της οικονομικής ζωής στην ορεινή αυτή πλευρά του Νησιού.
Καταστατικός σκοπός του εν λόγω Συνεταιρισμού είναι η επιδίωξη συλλογικού οφέλους μέσω της δημιουργίας θέσεων σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας και βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης. Στα πλαίσια αυτά, οι δραστηριότητες του εξειδικεύονται στην παραγωγή και μεταποίηση τοπικών αγροτικών προϊόντων, στο δίκαιο και αλληλέγγυο εμπόριο, στην αειφόρο γεωργία και στον εναλλακτικό, θεματικό και ήπιο τουρισμό.
Η Κοινσεπ “Ηφαίστειο Ανεμώτιας” βασισμένη σε έναν διαφορετικό τρόπο λειτουργίας από αυτόν των κεφαλαιουχικών επιχειρήσεων, αξιοποιώντας τα εργαλεία του θεσμικού πλαισίου (Ν.4019/2011 & Ν.4430/2016) υλοποίησε αρχικά δύο εκ των καταστατικών της δραστηριοτήτων – παροχή υπηρεσιών απόσταξης σε τρίτους & υπηρεσίες ενημέρωσης επισκεπτών – καταφέρνοντας από τον πρώτο κιόλας χρόνο λειτουργίας να συμβάλει στην ενίσχυση της τοπικής ανάπτυξης και να θεμελιώσει μια σημαντική θέση στην κοινωνική και οικονομική ζωή της κοινότητας αλλά και της γύρω περιοχής.
Τι εννοούμε όμως με τους όρους “Κοινωνική και Αλληλέγγυα οικονομία”; Ως Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία ορίζεται το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που στηρίζονται σε μία εναλλακτική μορφή οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής, διανομής, κατανάλωσης και επανεπένδυσης, βασισμένη στις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, καθώς και του σεβασμού στον άνθρωπο και στο περιβάλλον αλλά και σε μία ενδυνάμωση των ίδιων κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων του ανθρώπου με τον τόπο του.
Στους φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, του επονομαζόμενου Τρίτου Τομέα της οικονομίας συγκαταλέγονται κατά κύριο λόγο οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ.), οι οποίες στην ουσία είναι αστικοί Συνεταιρισμοί με συλλογικό και κοινωφελή σκοπό, που διαθέτουν εκ του νόμου την εμπορική ιδιότητα.
Οι εν λόγω φορείς έχουν δεσμευτικό κοινωνικό σκοπό και δημοκρατική λειτουργία (ένα μέλος – μία ψήφος), ενώ τα κέρδη τους δε διανέμονται στα μέλη αλλά κατανέμονται κατά 5% στο συνεταιριστικό αποθεματικό, 35% ως μπόνους στους εργαζόμενους πέραν της μισθοδοσίας και το υπόλοιπο 60% επανεπενδείεται για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ο χώρος της κοινωνικής οικονομίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει πεδίο δράσης ανθρώπων που απλά επιθυμούν την εύκολη απόκτηση εισοδήματος. Η κοινωνική οικονομία ενσωματώνει ηθικά κριτήρια και καταδεικνύει ότι η οικονομική ανάπτυξη και το κοινωνικό όφελος μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν, θέτοντας έτσι τα θεμέλια για
τη δημιουργία και τη λειτουργία μιας “υγιούς κοινωνίας” η οποία δεν θα χαρακτηρίζεται από ατομικισμό, αλλά θα κατανοεί την έννοια και την αξία του συνεργατισμού ως προϋπόθεση σύστασής της.
Το συνδετικό υλικό που φέρνει κοντά και κρατά ενωμένα τα μέλη τα οποία συνθέτουν έναν τέτοιο φορέα περιγράφεται ως “κοινωνικό κεφάλαιο” που περιλαμβάνει την ηθική συναίνεση, την αμοιβαία εμπιστοσύνη, την αποδοχή των κανόνων, την αμοιβαιότητα και την ανταλλαγή, τη διασύνδεση και την συνεργασία.
Σε μία παραγωγική ομάδα (ελαιουργική, αμπελουργική κλπ) το κοινωνικό κεφάλαιο συνδέεται κυρίως με την εμπιστοσύνη, την τίμια, ηθική και συνεργατική συμπεριφορά βασισμένη σε κοινές αξίες. Σε μία τέτοια ομάδα, η ηθική συναίνεση παρέχει στα μέλη της τη βάση για αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Στα χωριά της βορειοδυτικής Λέσβου, το ανθρώπινο δυναμικό, μέχρι σήμερα, έχει επιδείξει αποκλειστικό ενδιαφέρον στην συμβατική επιχειρηματικότητα με την ανάπτυξη ατομικών επιχειρήσεων. Μέσα από αυτές τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες δεν προέκυψε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επίτευξη σκοπών με “κοινωνικό αντίκτυπο”. Από μόνο του αυτό το οικονομικό μοντέλο δε μπόρεσε να συμβάλλει ουσιαστικά στην βιώσιμη ανάπτυξη των κοινοτήτων και στη δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας, γι’ αυτό άλλωστε τα περισσότερα χωριά της περιοχής συνεχίζουν να φθίνουν πληθυσμιακά, με το ενεργό ανθρώπινο δυναμικό τους να μετακομίζει στα αστικά κέντρα του νησιού ή και εκτός αυτού.
Τις προηγούμενες δεκαετίες, στο χώρο της κοινωνικής οικονομίας, παραδοσιακοί πρωταγωνιστές ήταν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και οι επιχειρήσεις αυτών (τυροκομεία, ελαιοτριβεία κλπ). Σήμερα, ελάχιστοι από αυτούς είναι οικονομικά βιώσιμοι και έχουν μεταπέσει στο νέο θεσμικό καθεστώς (Ν.4384/2016), με τους περισσότερους να φυτοζωούν και να διαθέτουν μόνο τη σφραγίδα. Η μεγαλύτερη ζημιά που έχουν υποστεί οι αγροτικοί συνεταιρισμοί αναφέρεται στην εικόνα που έχει δημιουργηθεί στους πολίτες εν γένει, περί αυτών. Για τον απλό πολίτη, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί είναι συνώνυμο της μικροδιαφθοράς, της επιχειρηματικής αποτυχίας, των επιχειρήσεων που είναι εξαρτημένες από την εκάστοτε κυβέρνηση και επιβιώνουν με επιδοτήσεις.
Σε εποχές ακραίας αμφισβήτησης του “κοινωνικού” και του “συλλογικού” από το ακραία “οικονομικό” και το “ιδιωτικό”, χρειάζονται ισχυρές φωνές στις τοπικές μας κοινότητες που θα υπερασπιστούν το κοινωνικό και το συλλογικό και θα δημιουργήσουν ένα νέο περιβάλλον υποστηρικτικό στην ανάδυση του “κοινωνικού κεφαλαίου”, όπως αυτό προσδιορίστηκε ανωτέρω.
Στην ευρύτερη περιοχή της βορειοδυτικής Λέσβου υφίσταται ο οικονομικός χώρος ο οποίος εκτείνεται μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου που μπορεί να δώσει τη δυνατότητα σε παραγωγικές ομάδες των τοπικών μας κοινοτήτων να αξιοποιήσουν ιδιωτικά και δημόσια εργαλεία προς επιδίωξη κοινωνικών και συλλογικών σκοπών και στόχων, που θα έχουν να κάνουν με την ίδια την επιβίωση της κοινότητας και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής.