Ο ήλιος δύει στο Σίγρι.
Μες στην απολιθωμένη σιωπή, ακούγεται μόνο ο ήχος του φιλιού μας. Πού και πού, κάτι απρόσκλητες ριπές ανέμου μπερδεύουν μια τα δικά μου μαλλιά , μια τα δικά σου ανάμεσα στα χείλη μας. Ανοίγω τα μάτια να δω αν και συ γελάς.
Μετά γελάμε με τις ανεμοδαρμένες, ξεμυαλισμένες σαγιονάρες που πέφτουν στις χαραμάδες του βουνού και τρέχεις να τις προλάβεις.
Ξυπόλητοι θα βαδίσουμε ούτως ή άλλως μέχρι το λιμάνι, λίγο μετά από κάποιο χαραγμένο “σ αγαπώ” πάνω στο κιόσκι , έτσι όπως θα πέφτει ο ήλιος.
Τη σιωπή, τη σιωπή ποιος θα την σκεπάσει;
Μου δείχνεις με το δάχτυλο την παραλία της Φανερωμένης που ξαπλώναμε γυμνοί πριν λίγη ώρα και διαφωνώ με τις συντεταγμένες σου.
Όλο διαφωνώ με τις συντεταγμένες σου, μου λες.
Τη σιωπή, τη σιωπή ποιος θα τη σκεπάσει;
Άρχισε ο ήλιος να πέφτει. “Κοίτα τον πώς βουτά στη θάλασσα”. Τον βλέπουμε σιωπηλοί και δεν ξέρουμε γιατί κλαίμε. 38 χρόνια δύσεων, δεν έκλαψα ποτέ, δεν πρόσεξα ποτέ πώς χάνεται ο ήλιος. Μου λες πως ακόμα κι αν δεν τον βλέπω, κάποια γη ακόμα φωτίζει.
Εσύ που δεν γράφεις ποιήματα, ξέρεις να διαβάζεις τα δέντρα και τα ποτάμια.
Εσύ σε χρόνο ενεστώτα κάνεις τα μάτια μου να κλαίνε από ευτυχία.
Εσύ με την απολιθωμένη σιωπή που σκεπάζει τους κουρασμένους εργάτες στην φρέσκια άσφαλτο και τα αποδημητικά πουλιά , εσύ θα με σκεπάσεις.