Search

Τουρκία: Η απαγόρευση μετάδοσης πληροφοριών και οι συνέπειές της

 

Το κεί­μενο της Ετζέ Τεμελ­κου­ράν δημο­σιεύ­θηκε στους New York Times στις 2 Ιου­λίου

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ – «Ελπίζω αυτοί που ασκούν κρι­τική στην απα­γό­ρευση μετά­δο­σης ειδή­σεων να πεθά­νουν σε κάποια άλλη έκρηξη μήπως και κατα­λά­βουν γιατί είναι κρί­σιμη η απα­γό­ρευση».

Η παρου­σιά­στρια είχε μεί­νει άναυδη ακού­γο­ντας τον άνδρα που είχε μαζί της ζωντανά στον αέρα να ξεστο­μί­ζει αυτές τις λέξεις. Αυτός ο άνδρας, ο οποίος ευχό­ταν να πέσει το κακό πάνω στους επι­κρι­τές της κυβέρ­νη­σης, συνέ­χισε να μιλάει. Και, κου­νώ­ντας το δάχτυλο, της είπε: «Πείτε μου, θα κάνουν κάτι αν ακού­σουν κι άλλες ειδή­σεις; Ε; Πείτε μου!» Αυτό το έδει­χνε η τηλε­ό­ραση περί­που 20 λεπτά μετά τις φρι­κτές βομ­βι­στι­κές επι­θέ­σεις στο αερο­δρό­μιο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, και λίγα μόλις λεπτά μετά την από­φαση της κυβέρ­νη­σης να ενερ­γο­ποι­ή­σει και πάλι – συνη­θι­σμένη πλέον τούτη η τακτική ύστερα από τέτοιου είδους γεγο­νότα – την απα­γό­ρευση μετά­δο­σης πλη­ρο­φο­ριών και ειδή­σεων*.

Ο άνδρας επί της οθό­νης ήταν μέλος του Κοι­νο­βου­λίου, ανή­κει στο κυβερ­νών κόμμα και είναι γνω­στός για την πίστη του στον Πρό­ε­δρο. Διέ­τρεξα τα υπό­λοιπα κανά­λια – και σ’ αυτά είχαν εισβά­λει οι επι­κοι­νω­νιο­λό­γοι και δημα­γω­γοί του κυβερ­νώ­ντος κόμ­μα­τος, λέγο­ντας στους τηλε­θε­α­τές να μην αμφι­σβη­τούν την εξου­σία. Η μονα­δική πλη­ρο­φο­ρία που μπο­ρούσα να βρω για τις επι­θέ­σεις εκείνη τη νύχτα ήταν μια εξω­τε­ρική άποψη του αερο­δρο­μίου Ατα­τούρκ, ένα μέρος που είναι πλέον σαν δεύ­τερο σπίτι μου επειδή ταξι­δεύω πολύ συχνά, και τον αυξα­νό­μενο φόρο αίμα­τος: 26, 27, 28 νεκροί, αριθ­μός που μεγά­λωσε το επό­μενο από­γευμα. Μέχρι το τέλος της εβδο­μά­δας, ο αριθ­μός τους είχε ξεπε­ρά­σει τους 44.

Με την εκ νέου απα­γό­ρευση κάθε είδους πλη­ρο­φο­ρίας, η κυβέρ­νηση δεν κατα­πνί­γει μόνο τον δημό­σιο διά­λογο και την ειδη­σε­ο­γρα­φία· κατα­πιέ­ζει επι­προ­σθέ­τως και τα συναι­σθή­ματα του έθνους. Ηρε­μή­στε, μας προ­τρέ­πουν. Μην πανι­κο­βά­λε­στε, μην απο­ρείτε για τίποτα.

Αλλά η συναι­σθη­μα­τική κατα­πί­εση δεν είναι κάτι και­νούρ­γιο για εμάς. Τον τελευ­ταίο χρόνο, η χώρα έχει βιώ­σει 14 ανά­λο­γες επι­θέ­σεις. Και κάθε φορά η αντί­δραση ξεδι­πλώ­νε­ται με τον ίδιο τρόπο: χτύ­πημα, απα­γό­ρευση, αντι­πρό­σω­ποι της κυβέρ­νη­σης να μας φωνά­ζουν από τα τηλε­πα­ρά­θυρα πριν καν ενη­με­ρω­θούμε για το οτι­δή­ποτε. Κατό­πιν, έρχε­ται και ο απο­κλει­σμός των χρη­στών από τα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης, αφού πρώτα το Facebook μας στεί­λει ένα μήνυμα για να μας ρωτή­σει αν είμα­στε σώοι και αβλα­βείς. («Ναι, είμαι ζωντανή, αγα­πητό μου Facebook, αλλά δεν μπορώ να σου απα­ντήσω γιατί η κυβέρ­νησή μας έχει ρίξει μαύρο στο δια­δί­κτυο»). Πλέον μέχρι και οι για­γιά­δες έχουν μάθει πώς να παρα­κάμ­πτουν το πρό­βλημα και να επα­να­συν­δέ­ο­νται μέσω άλλης χώρας…

Την επο­μένη, τα κυρί­αρχα μέσα ενη­μέ­ρω­σης που υπο­στη­ρί­ζο­νται από την κυβέρ­νηση εξα­κο­λου­θούν να κατα­δι­κά­ζουν τις επι­θέ­σεις χωρίς ωστόσο να έχουμε την παρα­μι­κρή πλη­ρο­φό­ρηση μετά από 24 ολό­κλη­ρες ώρες. Έπειτα, τις περισ­σό­τε­ρες φορές, παρα­κο­λου­θούμε τον πρό­ε­δρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντο­γάν να ανε­βαί­νει σε κάποιο βήμα για να μας υπεν­θυ­μί­σει πόσο καλά τα πάει η Τουρ­κία. Ανα­φέ­ρε­ται, τις περισ­σό­τε­ρες φορές, σε κάποιες γέφυ­ρες που κατα­σκευά­στη­καν πρό­σφατα ή σε κάποιους και­νούρ­γιους δρό­μους που φτιά­χτη­καν. Και ολο­κλη­ρώ­νει την ομι­λία του με μια βρο­ντερή επωδό του τύπου «Όλοι μαζί ενω­μέ­νοι». Κάθε δια­φο­ρε­τικό συναί­σθημα πλην της ομο­ψυ­χίας δεν θεω­ρεί­ται πατριω­τικό.

Στο κέντρο της πόλης, το πρωί μετά τις επι­θέ­σεις, επι­κρα­τούσε μια περί­εργη ησυ­χία. Μονάχα οι πραγ­μα­τικά ενθου­σιώ­δεις του­ρί­στες κυκλο­φο­ρού­σαν έξω, ανα­ζη­τώ­ντας το καλύ­τερο σημείο για την επό­μενη φωτο­γρα­φική τους ανάρ­τηση στο Instagram. Εγώ απο­τόλ­μησα να ξεπορ­τίσω επειδή έπρεπε να πάω πλη­ρώσω τους φόρους μου. Και κατέ­ληξα να έχω έναν παρά­ξενο διά­λογο με τον υπάλ­ληλο της εφο­ρίας. Ήταν λες και κάποιος μας μετα­γλώτ­τιζε: ενώ τα πρό­σωπά μας εξέ­φρα­ζαν τον τρόμο της προη­γού­με­νης νύχτας, οι φωνές μας μιλού­σαν για προ­θε­σμίες και χρέη.

Τρι­γυρ­νώ­ντας στους δρό­μους, έφτα­ναν απο­σπα­σμα­τικά στ’ αυτιά μου κάποιες κου­βέ­ντες αγνώ­στων –διαρ­ρη­γνύ­ο­ντας ό,τι συνι­στούσε μια εκτε­τα­μένη σιωπή– που ακου­γό­ντου­σαν σαν ηχη­τικά θραύ­σματα ενός σπα­σμέ­νου δίσκου από τα οποία δεν έβγα­ζες κανένα νόημα. «Δεν αντέχω άλλο». «Δεν έχει μιλή­σει ακόμα», η ανα­φορά στον πρό­ε­δρο. «Τίποτα δεν θαγίνει». «Ίσως το έχασα τελείως». «Το Facebook λει­τουρ­γεί άραγε;» «Πρό­σε­ξες ότι το “Survivor” σάρωσε σε τηλε­θέ­αση χθες το βράδυ;»

Εν τω μεταξύ, το αερο­δρό­μιο είχε ξεπλυ­θεί από το ανθρώ­πινο αίμα και την ανθρώ­πινη σάρκα. Νωρίς το πρωί της Τετάρ­της, τα κρα­τικά μέσα ενη­μέ­ρω­ναν ότι το αερο­δρό­μιο είχε ήδη επι­στρέ­ψει στους κανο­νι­κούς του ρυθ­μούς. Ορι­σμέ­νοι, υπο­στη­ρι­κτές της κυβέρ­νη­σης πιθα­νό­τατα, περη­φα­νευό­ντου­σαν στα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης: «Στο Βέλ­γιο τους πήρε ολό­κλη­ρες μέρες, αλλά εμείς τα κατα­φέ­ραμε μέσα σε ελά­χι­στες ώρες».

Αυτό το χαρωπό σχό­λιο είναι ένα μόνο από τα πολλά παρα­δείγ­ματα για το πώς αυτοί που βρί­σκο­νται στην εξου­σία μας εξω­θούν στην αδια­φο­ρία. Η στροφή της κοι­νω­νίας προς αυτή την αδια­φο­ρία καλ­λιερ­γεί­ται συστη­μα­τικά εδώ και μερικά χρό­νια. Υπάρ­χουν όμως κάποια ανη­συ­χα­στικά περι­στα­τικά που ξεχω­ρί­ζουν.

Το 2013, ένα 14χρονο αγόρι που το λέγανε Μπερ­κίν Ελβάν χτυ­πή­θηκε στο κεφάλι από δακρυ­γόνο που εκτό­ξευσε η αστυ­νο­μία την ώρα που πήγαινε να αγο­ρά­σει ψωμί, στη διάρ­κεια των αντι­κυ­βερ­νη­τι­κών δια­δη­λώ­σεων που πυρο­δό­τησε η επα­πει­λού­μενη κατα­στροφή του Πάρ­κου Γκεζί στην Κων­στα­ντι­νού­πολη. Εξέ­πνευσε ύστερα από έναν χρόνο που βρι­σκό­ταν σε κωμα­τώδη κατά­σταση. Η συμπά­θεια προς αυτό το αθώο θύμα παρα­κί­νησε περισ­σό­τε­ρους να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν ώσπου, μερι­κές ημέ­ρες μετά τον θάνατό του, ο κ. Ερντο­γάν, που τότε ήταν ο πρω­θυ­πουρ­γός, χαρα­κτή­ρισε επι­σή­μως το νεκρό αγόρι τρο­μο­κράτη. Ενθάρ­ρυνε μάλι­στα το πλή­θος να απο­δο­κι­μά­σει την οικο­γέ­νεια του παι­διού. Το πλή­θος πράγ­ματι γιού­χαρε τους δικούς του, με άκρατο ενθου­σια­σμό.

Κάπως έτσι ξεφεύ­γουν τα πράγ­ματα. Και κάπως έτσι μαθαί­νεις να προ­σποιεί­σαι ότι η ζωή συνε­χί­ζε­ται όπως και πριν. Κάθε αντί­θετη πεποί­θηση απαι­τεί από εσένα να αντι­στα­θείς σε έναν όχλο που τον ορί­ζει η βαναυ­σό­τητα – έναν όχλο που ξέρει ότι μπο­ρεί να στη­ρι­χθεί στις πλά­τες της κυβέρ­νη­σης.

Τριά­ντα ώρες μετά τις επι­θέ­σεις, επρό­κειτο να ταξι­δέψω από το αερο­δρό­μιο Ατα­τούρκ με προ­γραμ­μα­τι­σμένη πτήση προς το Βερο­λίνο. Ασφα­λώς, το ταξίδι μου δεν ακυ­ρώ­θηκε. Στον δρόμο για το αερο­δρό­μιο, απο­φά­σισα ότι έπρεπε να εκφράσω τα συλ­λη­πη­τή­ριά μου και στους εργα­ζό­με­νους εκεί πέρα. Από τη στιγμή όμως που πάτησα το πόδι μου στον αερο­σταθμό, κατά­λαβα ότι το κλίμα ήταν φυσιο­λο­γικό, αρκού­ντως φυσιο­λο­γικό, κι έτσι δεν μπήκα στον κόπο.

Αντι­θέ­τως, ανα­ζή­τησα με το βλέμμα μου τον νεαρό σεκιου­ριτά, αυτόν που πάντοτε μου χαμο­γε­λάει όταν συνα­ντιό­μα­στε, για να δω αν είναι ζωντα­νός. Είναι, ευτυ­χώς. Η νεαρή γυναίκα που δου­λεύει ως ταμίας στο κατά­στημα με τα αφο­ρο­λό­γητα είδη; Είναι ζωντανή, κι αυτή. Τέλος, το παλι­κάρι που πει­ράζω κάθε τόσο λέγο­ντάς του ότι που­λάει τον πιο ακριβό καφέ στον πλα­νήτη, είναι ακόμα εκεί, επί­σης. Αλλά ποιός ξέρει αν υπάρ­χουν πλη­γές που δεν μπορώ να δω. Είναι όλοι τους σιω­πη­λοί. Και ο πόνος μπο­ρεί να σε πνί­ξει, αν δεν τον μοι­ρα­στείς.

Καθώς περί­μενα στην πύλη για να επι­βι­βα­στώ, έριξα μια ματιά στο Twitter. Οι χρή­στες διέ­δι­δαν τα αφυ­πνι­στικά σχό­λια της δημο­σιο­γρά­φου Σερίφ Τουρ­γκούτ, της δια­κε­κρι­μέ­νης πολε­μι­κής αντα­πο­κρί­τριας που έχει βρε­θεί στη Βοσ­νία, το Κόσοβο, την Τσε­τσε­νία και το Ιράκ. «Υπάρ­χει ένα κατώ­φλι πριν εισέλ­θει μια χώρα στον εμφύ­λιο πόλεμο», είχε γρά­ψει τον Μάρ­τιο. «Το κατώ­φλι αυτό δια­κρί­νε­ται όταν οι μαζι­κοί σκο­τω­μοί αρχί­ζουν να θεω­ρού­νται φυσιο­λο­γι­κοί και να συστη­μα­το­ποιού­νται». Και προ­σέ­θετε, «Μην τους αφή­νετε να σας κάνουν να συνη­θί­σετε στους μαζι­κούς σκο­τω­μούς».

Οι αναρ­τή­σεις της στο Twitter με έκα­ναν να διε­ρω­τηθώ: Σε μια κοι­νω­νία, όπου ο όχλος γιου­χά­ρει ένα νεκρό παιδί, ή απλώς προ­σπερνά τον θάνατο και συνε­χί­ζει σαν να μην συμ­βαί­νει τίποτα όταν έχει ήδη συντε­λε­στεί το αδια­νό­ητο, τι μπο­ρεί να ακο­λου­θή­σει;

Δεν θέλησα να το σκα­λίσω περαι­τέρω. Γύρισα προς το παρά­θυρο και άρχισα να παρα­τηρώ τη βροχή που έπε­φτε, πράγμα ασυ­νή­θι­στο τούτη την εποχή του χρό­νου. Και τότε άρχισα να ακούω την λυπη­τερή ανα­κοί­νωση: «Η επι­μνη­μό­συνη δέηση για αυτούς που χάσαμε στις βομ­βι­στι­κές επι­θέ­σεις θα γίνει σήμερα στις…»

Το αερο­δρό­μιο προς στιγ­μήν ησύ­χασε. Όλοι κοι­τού­σαν χαμηλά ή κάπως μακριά, έκα­ναν τα πάντα προ­κει­μέ­νου να μην ανταλ­λά­ξουν ματιές με τους συνε­πι­βά­τες τους. Τότε μια γυναίκα άρχισε να μιλάει δυνατά, λες και εξα­πέ­λυε εκείνη την ώρα έναν πόλεμο ενά­ντια στην πυκνή σιωπή. «Η βροχή», είπε. «Πραγ­μα­τικά ρίχνει καρε­κλο­πό­δαρα εκεί έξω, ε;». Κανείς δεν απο­κρί­θηκε. Κανείς δεν ήθελε να συζη­τή­σει για τον θάνατο, αλλά ακόμη και η ψιλο­κου­βέ­ντα για τον καιρό φάνταζε ανυ­πό­φορη. Στρα­φή­καμε όλοι να δούμε τη βροχή.

13001216_1117679718284671_5208894293200754679_n

* Η απα­γό­ρευση επι­σή­μως επι­βάλ­λε­ται για να μην προ­κλη­θεί περαι­τέρω πανι­κός και για να μη μετα­δί­δο­νται ανε­πι­βε­βαί­ω­τες πλη­ρο­φο­ρίες

Στα ελληνικά, το κείμενο δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο “Σελίδες” του εκδοτικού οίκου Καστανιώτης