Search

Αφιέρωμα: Λέσβος, η μουσική παράδοση που ενώνει παλιό και νέο

Λίνα Καπετάνιου

Μήπως μπορείτε να παίξετε το τραγούδι Του ψαρά ο γιος;», ρωτάει σε σπαστά ελληνικά ο Λεβέντ τους δύο οργανοπαίκτες σε μεζεδοπωλείο του πεζόδρομου της Αθανασίου Μητρέλια, στο κέντρο της Μυτιλήνης. Η μίνι κομπανία συνεννοείται στα γρήγορα για τον ρυθμό και τον τρόπο παιξίματος του κομματιού και ακούγονται οι πρώτες νότες. Η παρέα του Λεβέντ, που έχει έρθει για διακοπές από την Κωνσταντινούπολη, σηκώνεται και αρχίζει να χορεύει.

Το τραγούδι Του ψαρά ο γιος εμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1938. Ηχογραφήθηκε στην Αθήνα ερμηνευμένο από τη Ρόζα Εσκενάζυ, που είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, και κυκλοφόρησε από την τουρκική Κολούμπια. Σύμφωνα με μελετητές, προϋπήρχε ως τραγούδι της Σηλυβρίας και των Σαράντα Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης με τίτλο Εγώ ’μαι ’νου ψαρά παιδί. Το ίδιο όμως τραγούδι καταγράφεται ως παραδοσιακό της Λέσβου σε έρευνα που έκανε το Εργαστήριο Κοινωνικής και Πολιτισμικής Επικοινωνίας και Τεκμηρίωσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

«Μεικτά είναι όλα, τα δικά μας και τα δικά τους. Στα παράλια παίζανε τα δικά μας και από την Αγιάσο οι δάσκαλοι περνούσαν απέναντι, με ένα καΐκι από τη Σκάλα Πολιχνίτου, και πήγαιναν σε πανηγύρια και γάμους», σημειώνει ο Κώστας Ζαφειρίου, γνωστός ως «Καζίνο», από τα πιο θρυλικά σαντούρια της Λέσβου.

Όποιος προσπαθήσει να ανιχνεύσει τα όρια της μουσικής παράδοσης στη Λέσβο και να ταξινομήσει τις επιρροές και τα είδη, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Κοιτώντας όμως προς την ανατολή από την πόλη της Μυτιλήνης, καταλαβαίνεις γιατί αυτά τα όρια είναι δυσδιάκριτα. Μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι και το 1912, γεωγραφικά πιο κοντά στην Τουρκία από ό,τι στην ηπειρωτική Ελλάδα, η Λέσβος τουλάχιστον μέχρι και το 1922 διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με τα απέναντι παράλια, ειδικά με το Αϊβαλί και τη Σμύρνη. «Μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν μιλάμε για δύο διαφορετικά περιβάλλοντα, αλλά για έναν ενιαίο χώρο. Οικογένειες μουσικών από τη Λέσβο πήγαιναν στη Σμύρνη για σπουδές, να θητεύσουν για παράδειγμα στη θρυλική Εστουδιαντίνα της πόλης», αναφέρει ο Μυτιληνιός Νίκος Ανδρίκος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Την ίδια εικόνα μεταφέρει και ο Κώστας Ζαφειρίου, γνωστός ως «Καζίνο», από τα πιο θρυλικά σαντούρια της Λέσβου, που σήμερα, στα 76 του χρόνια, διδάσκει ακόμα το μουσικό όργανο σε νέους στο Αναγνωστήριο της Αγιάσου. «Μεικτά είναι όλα, τα δικά μας και τα δικά τους. Στα παράλια παίζανε τα δικά μας και από εδώ από την Αγιάσο οι δάσκαλοι περνούσαν απέναντι, με ένα καΐκι από τη Σκάλα Πολιχνίτου, και πήγαιναν σε πανηγύρια και γάμους».

εράστιο εύρος επιρροών

Δεν ήρθαν ωστόσο όλα από απέναντι, λέει ο Νίκος Ανδρίκος, ο οποίος έχει ερευνήσει σε βάθος την τοπική μουσική ιστορία. «Ο τρόπος και το ύφος παιξίματος στη Λέσβο ήταν τόσο διεσταλμένα ώστε να χωράνε όλο αυτό το τεράστιο φάσμα, από οθωμανικά μέχρι λαϊκά, από στεριανά μέχρι νησιώτικα και ρεμπέτικα. Αυτό το τόσο μεγάλο εύρος δεν το συναντάμε αλλού». Και σε κείμενό του σημειώνει με λεπτομέρειες αυτή την ποικιλία στα είδη και τα ύφη: «Στις μουσικές πρακτικές της Λέσβου συναντάται ρεπερτόριο λόγιας οθωμανικής μουσικής, ντόπια τραγούδια και σκοποί (ζεϊμπέκικα, συρτά, καρσιλαμάδες), οργανικοί σκοποί με προέλευση από τη Μικρά Ασία (καρσιλαμάδες, συρτά, μπάλοι), τα Βαλκάνια (χόρες, σίρμπες), την Ευρώπη (πόλκες, μαζούρκες), την ηπειρωτική Ελλάδα (τσάμικα, καλαματιανά), τα νησιά του Αιγαίου, το αστικό περιβάλλον της Σμύρνης, οργανικές μελωδίες και χοροί ευρωπαϊκής και ελαφράς-δημοφιλούς μουσικής (βαλς, ταγκό, φοξ τροτ), ρεμπέτικα της “Σχολής του Πειραιά”, λαϊκά του 1950 και του 1960, καντάδες και άλλα». Το παραπάνω σημείωμα υπήρξε μέρος της σπουδαίας δουλειάς που έχει κάνει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου για την καταγραφή και την ανάδειξη της μουσικής ιστορίας του νησιού.

Ακόμα και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τραγούδια που ηχογράφησαν η Ρόζα Εσκενάζυ ή η Σμυρνιά Ρίτα Αμπατζή, ακόμα και η Μαρίκα Παπαγκίκα στη μακρινή Αμερική, περιλαμβάνονται σε αυτό που θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει παραδοσιακό ρεπερτόριο της Λέσβου.

Ήδη από το 1986, με πρωτοβουλία του μουσικολόγου Νίκου Διονυσόπουλου και αργότερα με τη συμμετοχή αρκετών ερευνητών, το Πανεπιστήμιο έχει συγκεντρώσει ένα πλούσιο αρχείο, προσβάσιμο για τον καθένα.

Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Δημήτρης Παπαγεωργίου, με σπουδές και στην κοινωνική ανθρωπολογία, συμμετείχε στο έργο και εξηγεί τις κοινωνικές συνθήκες στα τέλη του 19ου και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα που διαμόρφωσαν αυτό το πολυπρόσωπο μουσικό τοπίο. «Η έννοια της παράδοσης ως συγκεκριμένη σταθερά δεν ισχύει στην πραγματικότητα, στην ουσία έχουμε μια δυναμική συνέχεια που μετασχηματίζεται. Επί Οθωμανοκρατίας ξεκινά η αστική λαϊκή μουσική στη Λέσβο – και είναι αστική, γιατί υποστηρίζεται από οικονομική ευμάρεια. Με το ελαιόλαδο, τις βιοτεχνίες, τα εργοστάσια σαπουνιού, είχαν δημιουργηθεί στο νησί πολύ ισχυρές, οικονομικά και κοινωνικά, περιφερειακές κοινότητες: Καλλονή, Αγία Παρασκευή, Μανταμάδος, Αγιάσος δεν ήταν κεφαλοχώρια, αλλά αστικοί χώροι. Και βέβαια, υπήρχε και η Μυτιλήνη».

Λέσβος: Η μουσική παράδοση που ενώνει παλιό και νέο-5
Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Δημήτρης Παπαγεωργίου, στο στούντιο του Πανεπιστημίου.

Σε αυτά τα αστικά κέντρα οι ανώτερες τάξεις διασκέδαζαν με ευρωπαϊκή μουσική σε χοροεσπερίδες, λέσχες και σπίτια, και η εργατική τάξη ψυχαγωγούνταν με ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες και σμυρναίικα στα πανηγύρια και τα καφενεία, τα αντίστοιχα των καφέ αμάν της Τουρκίας. Η μουσική που γεννιόταν στις ταβέρνες της κοσμοπολίτικης Σμύρνης μεταφέρεται απευθείας εδώ, πριν ακόμα φτάσει στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, και ενσωματώνεται στο μουσικό περιβάλλον του νησιού. Σμυρνιοί πρώιμοι ρεμπέτες, όπως ο Παναγιώτης Τούντας και ο Μανώλης Χρυσαφάκης, βρίσκονται πίσω από σκοπούς της Λέσβου που θεωρούνται σήμερα παραδοσιακοί. Ακόμα και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τραγούδια που ηχογράφησαν η Ρόζα Εσκενάζυ ή η Σμυρνιά Ρίτα Αμπατζή, ακόμα και η Μαρίκα Παπαγκίκα στη μακρινή Αμερική, περιλαμβάνονται σε αυτό που θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει παραδοσιακό ρεπερτόριο της Λέσβου. Μετά τη δεκαετία του 1960 και τη σταδιακή επικράτηση σε όλη την Ελλάδα του λαϊκού τραγουδιού, υποχωρούν κι εδώ τα σμυρναίικα και τα παραδοσιακά. Στα πανηγύρια της Λέσβου μπαίνουν οι ηλεκτρικοί ενισχυτές και κυριαρχεί το μπουζούκι.

Κιθάρα, σαντούρι και βιολί είναι η κλασική τριάδα που βρίσκει κανείς στη Μυτιλήνη και σε κοντινά χωριά. Ωστόσο, οι μουσικές σκηνές απουσιάζουν, παρά τον καλλιτεχνικό οργασμό και τη συγκέντρωση τόσων οργανοπαικτών.

Μελωδικές συναντήσεις

Τι επιβιώνει σήμερα από αυτή την τόσο ποικιλόμορφη μουσική ιστορία της Λέσβου; «Όχι πολλά», απαντά ο Νίκος Ανδρίκος, εξηγώντας ότι στα πανηγύρια έχουν κυριαρχήσει άλλοι τρόποι παιξίματος, χαμηλής ποιότητας μουσική και μόνο εθιμοτυπικά παίζονται κάποια παραδοσιακά σουξέ. Ο ίδιος, από την άλλη, ευθύνεται για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γύρω από τη μουσική ιστορία του νησιού και τα σημεία συνάντησής της με τους μελωδικούς δρόμους της Ανατολής.

Από το 2011 έως το 2018 λειτούργησε υπό την ευθύνη του στη Λέσβο το ΚΕΣΑΜ, το Κέντρο Σπουδών Ανατολικής Μουσικής, που εκπαίδευσε μια ολόκληρη γενιά νέων μουσικών και έδωσε ώθηση στις τοπικές ηχητικές αναζητήσεις. Ανάμεσα σε αυτούς που φοίτησαν στο ΚΕΣΑΜ, ο Αλέκος Καφούνης, που ήρθε στη Λέσβο για να σπουδάσει κοινωνική ανθρωπολογία, αλλά τελικά γοητεύτηκε από τον μουσικό πολιτισμό, θήτευσε δίπλα στον Νίκο Ανδρίκο στο σάζι, έκανε μαθήματα σαντουριού με το «Καζίνο» στην Αγιάσο και σήμερα διδάσκει στο Μουσικό Σχολείο και παίζει συχνά σε διάφορα σημεία στη Μυτιλήνη και σε χωριά.

Λέσβος: Η μουσική παράδοση που ενώνει παλιό και νέο-6
Οι Salia Balia παίζουν ροκ και ποπ μουσική, επηρεάζονται όμως από την παράδοση του νησιού και από τους ήχους της γειτονικής Τουρκίας.

Παρόμοια ιστορία έχουν και πάρα πολλοί άλλοι που ήρθαν στη Λέσβο και η μουσική έγινε η αιτία να μη φύγουν. Η Μαρία Σεϊτανίδου εργάζεται στην εκπαίδευση, τραγουδάει σε διάφορα σχήματα και έχει δημιουργήσει και τη χορωδία του Χορευτικού Ομίλου «Αιολείς» της Μυτιλήνης. Περιγράφει μια ζωντανή κοινότητα που περιλαμβάνει και πολλούς που δεν έχουν καταγωγή από τη Λέσβο. «Υπάρχουν πολλοί μουσικοί που παίζουν και πειραματίζονται, σου δίνονται οι δυνατότητες να κάνεις διάφορα. Είναι και αρκετοί που έχουν έρθει από άλλα μέρη της Ελλάδας, και αυτή η ποικιλία στην κουλτούρα βοηθάει».

Ο Αριστείδης Αποστολής, μουσικός από τη Λέσβο, δημιούργησε τη Muhabbet Orchestra, όπου περίπου 20 άτομα συναντιούνται για να μελετήσουν μουσικές παραδόσεις. Οι περισσότεροι δεν είναι από το νησί, αλλά τους προέκυψε το ενδιαφέρον για τη μουσική της Λέσβου. «Υπάρχει ένας πυρήνας, μια κοινότητα που είναι καλλιτεχνική και ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τον πολιτισμό αλλά και τις πολιτικές του προεκτάσεις», λέει ο Αριστείδης Αποστολής.

Η ύπαρξη καλών μουσικών, η δυνατότητα να ασχοληθείς και να βιοποριστείς από τη μουσική αλλά και το ιδιαίτερο μουσικό χρώμα της Λέσβου είναι που έκαναν και τον Άκη Τσαβαρή και τον Αντώνη Μυλωνά να μείνουν στο νησί. Ντράμερ και μπασίστας, αντίστοιχα, συμπράττουν μουσικά στο συγκρότημα Anouman Quartet, που δανείζεται το όνομά του από ένα τραγούδι του Django Reinhardt. Στην μπάντα συμμετέχουν και η Σελίνα Γασπαρινάτου και ο Ερντέμ Γκιουρελέρ. Με μουσικές σπουδές στην Προύσα αλλά και στην Ευρώπη, ο Ερντέμ ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη από το 2017, μελετώντας την παραδοσιακή και λαϊκή τοπική μουσική και το ρεμπέτικο. «Για μένα, από μουσικής άποψης ήταν ένα δεύτερο πανεπιστήμιο η Λέσβος. Νιώθω ότι προχώρησα πάρα πολύ, και ως κιθαρίστας και ως μουσικός. Θέλεις να μάθεις τζαζ και μπλουζ, πας στην Αμερική, βρίσκεις τις παρέες, τις ακούς από κοντά και παίζεις μαζί τους. Αυτό συνέβη και στη δική μου περίπτωση με τα ρεμπέτικα εδώ. Έμαθα ένα μουσικό ύφος, βλέποντας και παίζοντας».

Λέσβος: Η μουσική παράδοση που ενώνει παλιό και νέο-7
Η Μαρία Σεϊτανίδου στις πρόβες της χορωδίας του χορευτικού ομίλου «Αιολείς», πριν από τη σύμπραξη με τη Muhabbet Orchestra.

Ο Ερντέμ εμφανίζεται κάποια βράδια και σε καφενεία. Κιθάρα, σαντούρι και βιολί είναι η κλασική τριάδα που βρίσκει κανείς στη Μυτιλήνη και σε κοντινά χωριά. Ωστόσο, οι μουσικές σκηνές απουσιάζουν, παρά τον καλλιτεχνικό οργασμό και τη συγκέντρωση τόσων οργανοπαικτών. Καφενεία, καφέ και μπαρ γίνονται χώροι φιλοξενίας μουσικών παραστάσεων. «Έχει μια ζωντανή μουσική σκηνή η Λέσβος, ακόμα και τον χειμώνα διαλέγουμε σε ποιο μαγαζί θα πάμε για να ακούσουμε live», διηγείται η Μαρίζα Βαμβουκλή, μουσικός, που επέστρεψε στον τόπο καταγωγής της το 2016. Το στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας, που ενισχύθηκε πολύ κατά τη διάρκεια της έντασης του προσφυγικού ζητήματος, τόσο με την παρουσία των προσφύγων όσο και με την παρουσία όσων εργάζονταν για μη κυβερνητικές οργανώσεις, ήταν η αφορμή για τη Μαρίζα Βαμβουκλή να ξεκινήσει τη χορωδία Cantaλαλούν. Η συμπεριληπτική ομάδα που ξεκίνησε πριν από επτά χρόνια είναι ανοιχτή σε όλες τις εθνικότητες και τα πρώτα χρόνια ήταν πολλοί οι πρόσφυγες από τα καμπ που συμμετείχαν. Οι περισσότεροι δεν ανοίγονταν εύκολα και έρχονταν για τη χαρά του τραγουδιού. Παρότι έχει αλλάξει το καθεστώς και οι πρόσφυγες φεύγουν πλέον πιο γρήγορα από το νησί, η χορωδία παραμένει ένα μωσαϊκό εθνικοτήτων και πολιτισμών, όπου όλοι ενθαρρύνονται να συμμετέχουν και να προτείνουν τραγούδια. Κανένας δεν πληρώνει και κανένας δεν πληρώνεται, αλλά τα 40 μέλη της χορωδίας δουλεύουν σκληρά για να παρουσιάσουν τραγούδια από το Κονγκό, την Παλαιστίνη, τη μουσική παράδοση των Ρομά, ακόμα και γκόσπελ και Χατζιδάκι.

Η συμπεριληπτική χορωδία Cantaλαλούν, που δημιούργησε πριν από επτά χρόνια η Μαρίζα Βαμβουκλή, είναι ανοιχτή σε όλες τις εθνικότητες και τα πρώτα χρόνια ήταν πολλοί οι πρόσφυγες από τα καμπ που συμμετείχαν. Οι περισσότεροι δεν ανοίγονταν εύκολα και έρχονταν για τη χαρά του τραγουδιού.

Ό,τι συμβαίνει στο νησί, επηρεάζει και τη μουσική που γράφει το συγκρότημα Salia Balia. «Είχαμε επαφή με τα ρεμπέτικα και τα παραδοσιακά, και η ρυθμική αγωγή των κομματιών μας είναι αρκετά επηρεασμένη από τα παραδοσιακά της Λέσβου. Μας επηρεάζει όμως και η γειτνίαση με την Τουρκία, η μικρή γεωγραφική απόσταση φέρνει πιο κοντά και τη μουσική. Το πρώτο live το κάναμε εκεί σε ένα φεστιβάλ στη Φώκαια», μας λένε τα μέλη του συγκροτήματος.Unmute

Το αστικό προφίλ της οικονομικής ευμάρειας του παρελθόντος, τα πάρε-δώσε με τα απέναντι παράλια, η Μικρασιατική Καταστροφή, οι πρόσφυγες τότε και τώρα, η αναζήτηση μιας κοινότητας, η γοητεία του παραδοσιακού και του παλιού, οι αντιθέσεις και οι συμπράξεις που γεφυρώνουν αυτές τις αντιθέσεις· όλα περνούν μέσα από την πορεία της μουσικής και των μουσικών της Λέσβου. Στο Αναγνωστήριο της Αγιάσου ακούμε τον Κώστα Ζαφειρίου, ή αλλιώς «Καζίνο», να παίζει σαντούρι με τον πρώην μαθητή του, Αλέκο Καφούνη. Ο δάσκαλος –έτσι τον λένε όλοι– παίζει έναν σκοπό και ούτε που προλαβαίνεις να δεις πώς κινούνται τα χέρια του χτυπώντας τις μπαγκέτες στις περισσότερες από 100 χορδές του σαντουριού. Έμαθε μουσική εδώ στην Αγιάσο, όπως και τόσοι άλλοι, από μικρό παιδί με ένα σαντουράκι που έφερε ο πατέρας του στο σπίτι, επίσης μουσικός. Μόλις τελειώνουν, τον ρωτάω αν παίζει ακόμα σε εκδηλώσεις. «Δεν μπορώ να αποχωριστώ το σαντούρι. Φτωχός είμαι, αλλά μπορώ να παίζω μέχρι το πρωί τζάμπα, φτάνει ο άλλος να είναι μερακλής, να εκτιμά αυτό που κάνω. Δεκάρα να μην έχω, θα παίζω», μου απαντά. Έτσι φαίνεται να λειτουργεί και η Λέσβος. Υπάρχει μια κοινότητα ανθρώπων και μουσικών που δεν θέλει και δεν μπορεί να αποχωριστεί το πλούσιο μουσικό παρελθόν και παίζει με την καρδιά της μουσική στο παρόν.

Πηγή:

https://www.kathimerini.gr/k/travel/563370019/lesvos-i-moysiki-paradosi-poy-enonei-palaio-kai-neo