Ένα φανταστικό παραμύθι κι όποιος κατάλαβε … κατάλαβε
Γράφει ο Δημήτρης Χατζηχαραλάμπους – Ταξίαρχος ε.α. – Συγγραφέας
Σε ένα φανταστικό μακρινό δάσος, σαν αυτά των παιδικών παραμυθιών, κατοικούσε μια άγρια αρκούδα. Σεβόμενη το ρόλο της, όπως όλες οι αρκούδες αυτού του κόσμου, δεν ησύχαζε ποτέ. Αν και η περιοχή της βρισκόταν στα βόρεια του δάσους, εκείνη ήθελε αν ήταν δυνατόν να το εξουσιάζει ολοκληρωτικά. Περισσότερο όμως από όλα τα ζώα, υπέφεραν όσα είχαν την ατυχία να γειτονεύουν μαζί της. Η αρκούδα εκμεταλλευόμενη όλες τις ευκαιρίες που της παρουσιάζονταν, έκανε ανενόχλητη, πολλές φορές δίχως κανένα πρόσχημα, κι άλλες με ασήμαντες ή λιγότερο σημαντικές αφορμές, επιδρομές στις γειτονικές της περιοχές, κλέβοντας ή παίρνοντας με την επίδειξη της δύναμής της, όσα από τα αγαθά των γειτόνων της της γυάλιζαν στο μάτι και ικανοποιούσαν την ακόρεστη της όρεξη.
Βλέπετε, παλιότερα, πριν κάμποσα χρόνια, η αρκούδα ήταν ακόμα δυνατότερη. Στα νιάτα της εξουσίαζε και καπηλευόταν πολυ μεγαλύτερες εκτάσεις. Όμως, μετά από μια δυνατή ασθένεια, που με δυσκολία ξεπέρασε με κίνδυνο να τα τινάξει, περιορίστηκε. Ωστόσο, τώρα που αισθανόταν πως αποκαταστάθηκαν οι δυνάμεις της πίστευε πως της άξιζε να αποκτήσει ξανά την πρωτοκαθεδρία στο δάσος.
Ένας από τους γείτονες της αρκούδας, ένας άτυχος αγριόχοιρος, παλιότερα υποτακτικός της και σαν αρρώστησε αυτόνομος, πίστεψε πως δεν υπήρχε ανάγκη να υποτάσσεται στις συνεχείς απαιτήσεις και παραξενιές της αρκούδας. Μάλλον θα πείτε πως υπερεκτίμησε τις ικανότητές του. Όχι βέβαια. Ποτέ του δε θα ήταν τόσο ηλίθιος, άλλοι ήταν αυτοί που του φούσκωσαν τα μυαλά.
Πρώτος από όλους, ένας μεγάλος αετός, βασιλιάς στο δικό του μακρινό δάσος, που όμως δεν περιοριζόταν ποτέ του σε αυτό. Του άρεσε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, να παρατηρεί από ψηλά, να εξουσιάζει και να ορμά με μανία για να αρπάξει όποια λεία του φαινόταν εύκολος ή και νόστιμος στόχος. Ο αετός, παλιός αντίπαλος της αρκούδας, όταν αυτή ήταν στα μεγαλεία της, έβαλε λόγια στον αγριόχοιρο. Του ψιθύριζε συνέχεια στο αυτί πως δεν είναι απαραίτητο να αποδέχεται τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες της παμφάγου αρκούδας. Αντί να την αφήνει να σουλατσάρει όποτε γουστάρει στη γειτονιά του θα μπορούσε να στηλώσει τα πόδια και να της αρνηθεί την πρόσβαση. Θα μπορούσε να χτίσει φράγματα με τη δική του βοήθεια. Εκείνος θα της προμήθευε υλικά, από το δικό του δάσος που υπήρχαν μπόλικα, κι έτσι η αρκούδα δεν θα τολμούσε να μπλεχτεί σε περιπέτεια και να διακινδυνεύσει ξανά μια νέα οδυνηρή ασθένεια. Φυσικά ο αετός δεν ήταν χαζός, το αντίθετο μάλιστα. Πανέξυπνος και πονηρός, ήθελε να κρατά από τη μια μεριά απασχολημένη την αρκούδα στο δάσος της και από την άλλη εποφθαλμιούσε τα όμορφα θηράματα της περιοχής του αγριόχοιρου για λογαριασμό του.
Συμπαραστάτες στα όμορφα λόγια του αετού ήταν και άλλα ζώα του ίδιου δάσους, που μπορεί να έμεναν μακρύτερα από την αρκούδα, μπορεί να ήταν περισσότερο δυνατά από τον αγριόχοιρο, αλλά και πάλι δεν έπαυαν να τη φοβούνται. Που ξέρεις, σκεφτόντουσαν, τι μπορεί να συμβεί αν της άνοιγε η όρεξη και μετά την περιοχή του αγριόχοιρου προχωρούσε νοτιότερα και εκφόβιζε και εκείνους στο μέλλον. Έτσι και αυτά τα ζώα, για το δικό τους συμφέρον παρότρυναν τον αγριόχοιρο να αντισταθεί και του υπόσχονταν πως θα τον βοηθάνε συνεχώς με ξύλα και πέτρες για να ενισχύει τα αναχώματά του. Αυτά τα ζώα ήταν ένα γέρικο ξεδοντιάρικο λιοντάρι, παλιότερος ξεπεσμένος βασιλιάς, που ζούσε σε νησί στα όρια του δάσους κι ένας φωνακλάς πετεινός πλούσιος και καμαρωτός αλλά συνήθως looser στις μάχες. Τέλος, ένας άλλος αετός που κάποτε προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο αλλά κατάντησε ξεπουπουλιασμένος. Αποφάσισε λοιπόν πως δεν ήταν αρκετά δυνατός για να παλεύει αλλά αρκετά πονηρός για να συσσωρεύει πλούτη και αγαθά εκβιάζοντας τα άλλα ζώα όταν υπήρχε στο δάσος έλλειψη τροφής.
Στα όρια αυτού του φανταστικού δάσους ζούσε κι ένας αιμοδιψής λύκος της στέπας. Υπερφίαλος και δολοπλόκος πίστευε πως είναι ανώτερος από όλους, πως μπορεί να τους χειρίζεται όλους και πως κάποια στιγμή η μοίρα του είναι να απλωθεί σε όλα τα δάση της γης. Αυτός είχε αποφασίσει σε τούτη τη διένεξη να παίξει το ρόλο του ουδέτερου, να τα έχει καλά με τους πάντες και με την αρκούδα και με τον αετό και με το λιοντάρι και με τον πετεινό και τον αγριόχοιρο. Να παρατηρεί και να εκμεταλλεύεται όλες τις περιστάσεις προς όφελός του. Γνωστή του τέχνη κόσκινο, αυτή ακολουθούσε παραδοσιακά σε κάθε διένεξη.
Και θα μου πείτε τι έγινε τελικά σε αυτό το παραμύθι; Μα απλούστατα, συνέβη ότι συμβαίνει πάντα στο βασίλειο των ζώων, εκεί όπου επικρατεί ο νόμος του ισχυρότερου, εκεί που δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί και δίκαια, παρά μόνο συμφέροντα και αδικίες. Ο αγριόχοιρος παρασύρθηκε και αντιστάθηκε. Η αρκούδα όρμησε και τον πληγώνει συνεχώς και καθημερινά. Ο αετός, που έκανε τη δουλειά του, συνεννοήθηκε κρυφά με την αρκούδα για να μοιράσουν στη μέση το σπίτι και την περιοχή του αγριόχοιρου, που ανήμπορός να αντισταθεί και προδομένος βλέπει να γίνεται ξανά υποτακτικός αλλά τώρα πια σε δυο αφεντάδες.
Τα άλλα ισχυρά ζώα του δάσους με σπασμωδικές κινήσεις προσπαθούν να τρομάξουν την αρκούδα (αλήθεια κατάφερε ποτέ κανείς να τρομάξει αρκούδα;). Καταλαβαίνουν πως ο αετός τους την έφερε και παρακολουθούν αδύναμα τις εξελίξεις.
Δε σας μίλησα για κανένα άλλο ζώο του δάσους γιατί είναι όλα πολύ μικρά και σοφά για αυτό και επέλεξαν να παραμείνουν όσο πιο δυνατόν γίνεται αμέτοχα στην αντιπαράθεση, φοβούμενα πως η κατάληξη μπορεί να τα επηρεάσει. Μονάχα για ένα ακόμα ζώο θα σας μιλήσω σε αυτό το δυσάρεστο παραμύθι. Για έναν γάιδαρο εκεί στη γειτονιά του λύκου, πολύ μακριά από την αρκούδα, που δεν είχε καμιά απολύτως δουλειά για να ανακατευτεί. Αντί λοιπόν να κάτσει να απολαύσει τον άπλετο ήλιο της περιοχής του, αντί να δει πως θα προστατευθεί από τις ακόρεστες ορέξεις του γείτονα λύκου, εκείνος γκάριζε ανούσια και άκομψα, σαν χρήσιμο ηλίθιο ζώο του δάσους, επαναλάμβανε τα επιχειρήματα του λιονταριού και του πετεινού και το έπαιζε ισότιμός τους. Υποστήριζε με σθένος τον αγριόχοιρο κι ας ήξερε πως εκείνος δεν τον υπολόγιζε καθόλου, κουνούσε την ουρά και την κεφάλα του μήπως και του δώσει κανείς σημασία. Έτσι εναντιώθηκε στην αρκούδα πιστεύοντας πως είναι πολύ μακριά του και πήγαινε να κάνει τον καλό στον αετό με την ελπίδα πως αυτός θα τον αγαπήσει και θα τον προστατεύει πάντα από το λύκο.
Τώρα όμως που έκπληκτος κοιτά τον αετό και την αρκούδα να κατασπαράζουν τον αγριόχοιρο έχει λουφάξει και απορεί. Κι αναρωτιέμαι, άραγε καταλαβαίνει ανάμεσα σε όλα του τα άναρθρα γκαρίσματα, πως στη θέση του αγριόχοιρου ίσως κάποτε να βρεθεί και εκείνος αν δεν σταματήσει τις φανφάρες και τις ανοησίες του, αν δεν καταλάβει πως ο μόνος τρόπος να επιβιώσει στο δάσος είναι να τρώει καλά, να γυμνάζεται για να δώσει καλές κλωτσιές, διότι αν περιμένει από άλλους να κλωτσήσουν για εκείνον, τότε μαύρος λύκος που τον έφαγε.
Αυτά λοιπόν, σε ένα φανταστικό παραμύθι, κι όποιος κατάλαβε ….κατάλαβε συμπαθή μου γαϊδουράκια. Κι έζησαν οι ισχυροί καλά κι οι ισχυρότεροι καλύτερα.