Ο Άγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος καταγόταν από το Νεοχώρι της Κωνσταντινουπόλεως. Γονείς ήταν ο Χατζη-Αναστάσιος και η Σμαραγδού και αδελφοί του ο Αντώνιος και ο Γεώργιος, αναγνώστης της Μεγάλης Εκκλησίας και μετέπειτα Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως με το όνομα Γρηγόριος (1830 – 1840 μ.Χ.).
Ο Θεόδωρος ήταν ζωγράφος και εργαζόταν στα ανάκτορα. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να τον προσελκύσουν στην μουσουλμανική θρησκεία και το επέτυχαν. Ο Άγιος όμως ανάνηψε και μετανόησε γι αυτό. Έτσι κατέφυγε στη Χίο και έμεινε κοντά σε ένα πνευματικό πατέρα, τον Άγιο Μακάριο το Νοταρά. Εκεί καθημερινά μελετούσε τα μαρτύρια των Αγίων και βιβλία ψυχοφελή και κατανυκτικά. Από ημέρα σε ημέρα αύξανε σε αυτόν η κατάνυξη και ο πόθος του μαρτυρίου. Έτσι έφθασε στη Μυτιλήνη, όπου ενώπιον των αρχών ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και αποκήρυξε την μωαμεθανική θρησκεία. Ο Άγιος Θεόδωρος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και πάσχει από τους βασανισμούς, τους δαρμούς, τους λακτισμούς και άλλα απάνθρωπα μαρτύρια. Του έδεσαν τα πόδια σε ξύλο και του πέρασαν στο λαιμό βαριά αλυσίδα. Του τύλιξαν το κεφάλι με ένα σχοινί και του έβαλαν στους κροτάφους δύο κομμάτια από τούβλο. Έπειτα με ένα ξύλο έσφιγγαν την κεφαλή του τόσο πολύ, μέχρι που βγήκαν οι βολβοί των οφθαλμών του έξω από τον τόπο τους. Ο δε του Χριστού στρατιώτης έλεγε: «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι».
Το πρωί του Σαββάτου ο Άγιος εζήτησε από ένα Χριστιανό υπηρέτη καλαμάρι και έγραψε προς τον Επίσκοπο, για να του στείλει τη Θεία Κοινωνία. Αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως, στον οποίο έτρεχε με μεγάλη προθυμία. Εκεί υπέστη τον δι’ αγχόνης θάνατο το 1774 μ.Χ. (ή κατά άλλους το 1795 μ.Χ.).
Μετά τρεις ημέρες οι Χριστιανοί παρέλαβαν το ιερό λείψανο αυτού και το ενταφίασαν στο νότιο μέρος του ναού της Παναγίας της Χρυσομαλλούσας. Το έτος 1798 μ.Χ. το ιερό λείψανο του Μάρτυρος ανακομίσθηκε και μεταφέρθηκε στην κρύπτη του μητροπολιτικού ναού της Μυτιλήνης.
Το 1832 μ.Χ. μάστιζε φοβερή θανατηφόρος αρρώστια, η πανώλη, τον πληθυσμό της Μυτιλήνης.
Οι θάνατοι κάθε μέρα γινότανε και περισσότεροι. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να σκορπιστούν στους γύρω λόφους ελπίζοντας ότι έτσι θα αποφύγουν τη μετάδοση της αρρώστιας. Και οι αρχές της πόλεως αφήκαν τα γραφεία τους στην πόλη και κατέφυγαν και αυτές στα βουνά. Όλα τα μέτρα όμως που έπαιρναν, ήταν ανίσχυρα να σταματήσουν την αρρώστια και το θάνατο. Η κυβέρνηση έστειλε συνεργεία γιατρών από την Κωνσταντινούπολη και φάρμακα, που πάλι δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Αλλά ό,τι δεν κατόρθωσαν οι ανθρώπινες προσπάθειες, το έκαμε η χάρη του Θεού με τις προσευχές του Αγίου Θεοδώρου.
Σταμάτησε το θανατικό από την πανώλη
Σ’ αυτές τις κρίσιμες μέρες και μάλιστα τη νύχτα της Παρασκευής της α΄ εβδομάδας των Νηστειών, φανερώθηκε ο Άγιος στον τότε Πρωτοσύγκελλο Καλλίνικο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μυτιλήνης και αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και του παρήγγελε να ειπεί στο Μητροπολίτη να μαζέψει τους χριστιανούς από τις εξοχές, όπου είχαν καταφύγει, να κάνουν αγρυπνία στο Μητροπολιτικό ναό και να βγάλουν και το λείψανο του από την κρύπτη του ναού. Ο Πρωτοσύγκελλος δεν έδωσε σημασία στο όνειρο, αλλά μετά από μια εβδομάδα, και πάλι νύκτα της Παρασκευής, βλέπει το ίδιο όνειρο ζωηρότερα, και αυστηρότερον τον Άγιο.
Αμέσως αυτή τη φορά έτρεξε και ανακοίνωσε στο Μητροπολίτη την εντολή του αγίου. Ο Μητροπολίτης αμέσως συνάντησε τον Τούρκο Διοικητή και του ζήτησε την αδεία να επιτρέψει να ειδοποιήσει με κάθε μέσο τους χριστιανούς, να έλθουν στο ναό και να παρακαλέσουν όλοι τον Θεό να σωθούν απ’ την αρρώστια. Οι Τούρκοι γιατροί, που ήρθαν απ’ την Κωνσταντινούπολη, αντέδρασαν. Δεν ήθελαν να γίνει συγκέντρωση από φόβο να μη μεταδοθεί η αρρώστια περισσότερο. Όμως ο Διοικητής βλέποντας ότι ο κόσμος πέθαινε, παρ’ όλα τα μέτρα που είχαν πάρει οι γιατροί, έστω και αν είχαν απομακρυνθεί από τα σπίτια τους οι κάτοικοι, έδωκε την άδεια για συγκέντρωση και αγρυπνία.
Όλοι οι χριστιανοί με πίστη και ελπίδα έτρεξαν στο ναό, που γέμισε μέσα, έξω και τους γύρω δρόμους. Έκλαψαν, παρακάλεσαν το Θεό, και ζήτησαν και τη βοήθεια του Αγίου, που έμαθαν ότι φανερώθηκε με όνειρο στον Πρωτοσύγκελλο. Ξημέρωσε και προσευχότανε. Τις πρωινές ώρες ο Μητροπολίτης και ο Πρωτοσύγκελλος κατέβηκαν στην κρύπτη του ναού, έβγαλαν με ευλάβεια το λείψανο του Αγίου Θεοδώρου και έκαμαν μια σύντομη λιτανεία γύρω στο ναό.
Από εκείνη την ώρα δεν πέθανε κανείς Χριστιανός ή Τούρκος από την πανώλη. Η πόλη ονόμασε τον Άγιο Θεόδωρο «Πολιούχο», δηλαδή προστάτη της πόλεως και του νησιού της Λέσβου. Τούρκοι και Έλληνες με κάθε τρόπο ομολογούσαν το θαύμα και φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό και τον προστάτη Άγιο.
Από τότε το σεπτό λείψανο του αγίου δεν το ξανάβαλαν στην κρύπτη του ναού, αλλά το τοποθέτησαν φανερά και για τους Τούρκους στη θέση του Μητροπολιτικού ναού, που βρίσκεται σήμερα και αποτελεί, όπως λέγει και το απολυτίκιο του αγίου, «θησαυρόν τιμαλφή» για την Λέσβο.
Σαν πολιούχος ο Άγιος Θεόδωρος προστάτεψε την Λέσβο και κατά τον τελευταίο πόλεμο του 1940 μ.Χ., που ενώ οι Ιταλοί βομβάρδιζαν διαφόρους στόχους, όπως τον ασύρματο της πόλεως, που ήταν στη Νεάπολη, τα εργοστάσια Σουρλάγκα στον κόλπο της Γέρας, στο λιμάνι το πλοίο «Αρντένα», καμιά βόμβα δεν πέτυχε το στόχο της και πολλές απ’ αυτές βυθίστηκαν στο έδαφος χωρίς να εκραγούν.
Σε ανάμνηση του θαύματος της διασώσεως του πληθυσμού της πόλεως από την πανώλη, από το έτος 1936 μ.Χ., με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, καθιερώθηκε νέα γιορτή στη Μυτιλήνη την Δ’ Κυριακή από το Πάσχα, κατά την οποία γίνεται με μεγάλη λαμπρότητα και με συμμετοχή χιλιάδων λαού η λιτάνευση του σεπτού λειψάνου του Αγίου.