Μια μέρα, εκεί στη μακρινή δεκαετία του 1960, επιβιβάστηκε στο τρένο κρατώντας στο χέρι μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα. Άφησε πίσω του το φτωχό χωριό της Μακεδονίας, όπου του έλαχε να έχει γεννηθεί και πήρε τον δρόμο για τη Γερμανία με τις φάμπρικες. Ονειρευόταν πως φασούλι το φασούλι, θα γέμιζε το σακούλι του και θα γύριζε «άνθρωπος» στην πατρίδα. Δύσκολο να συνηθίσει την άγνωστη χώρα. Μα έπρεπε.
Ευτυχώς που του έστειλαν και την κυρά του, για να του στέκεται. Δουλειά δεν του έλειψε ποτέ. Μεγαλεία δεν γύρευαν. Άκουγαν Καζαντζίδη και κλαίγανε. Σκούπιζαν τα δάκρια να μην τους δουν τα παιδιά. Με πασατέμπο στο χέρι και βόλτα στην αγορά, για να χαζεύουν τις βιτρίνες, περνούσαν τις ελάχιστες ώρες που είχαν ελεύθερες. Ύστερα ήρθαν τα κουτσούβελα, πήγαν και σε πιο μεγάλο σπίτι. Γυρνούσαν κάθε καλοκαίρι στο χωριό, οδικώς, με ένα «Φα-Βε», έτσι το έλεγαν το Volkswagen που έπαιρναν μεταχειρισμένο, σε καλή κατάσταση, για να δείξουν πως δεν πήρε τζάμπα η ξενιτειά. Σαν πέρασαν τα χρόνια, κουρασμένοι, αλλά χαρούμενοι, γιατί είχαν κάνει κομπόδεμα , γύρισαν στην πατρίδα. Της κυράς της κακοφαίνεται. Νοσταλγεί τα καλά χρόνια. Εδώ της φαίνονται όλα μίζερα. Κι ας κατάφερε να κάνει μια μικρή περιουσία που της επιτρέπει να περνά καλά στερνά.
Μα έτσι όπως γύρισαν τα χρόνια, γύρισαν και τα πράματα εδώ. Εκεί που λέγανε πως γίναμε «Ευρώπη», ήρθαν και πάλι τα δύσκολα χρόνια. Το ένα παιδί άνεργο. Έπρεπε να πάρει τον ίδιο δρόμο: από το χωριό, πίσω στη Γερμανία. Γιατί δουλειές δεν έχει στην πατρίδα. Η ίδια ιστορία από την αρχή. Με ένα σακ-βουαγιάζ στο χέρι … Δύσκολο να συνηθίσει στην καινούρια πατρίδα. Μα πρέπει, γιατί πίσω δεν έχει τύχη. «Ευτυχώς που τώρα έχουμε το skype και το βλέπουμε το παιδί», λέει η μάνα.
Στους αριθμούς της στατιστικής υπηρεσίας της Γερμανίας περιλαμβάνεται κι αυτό το παιδί, από το – γι΄ άλλη μια φορά – φτωχό χωριό της Μακεδονίας. Η μετανάστευση από το εξωτερικό στη Γερμανία, έφτασε σε υψηλό εικοσαετίας το 2013, λένε οι αριθμοί, επειδή ολοένα και περισσότεροι Έλληνες, Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Πολωνοί, καταφεύγουν στη Γερμανία αναζητώντας δουλειές. Η ανεργία δεν παλεύεται.
Αναρωτιέμαι: Τόσο μεγαλόψυχη είναι η Γερμανία και τους δέχεται; Η απάντηση δίνεται από τις γερμανικές αρχές : Ο πληθυσμός της χώρας γερνά και συρρικνώνεται, οι βιομήχανοι ζητούν επιτακτικά να διευκολυνθεί η μετανάστευση για να καλυφθούν οι ανάγκες σε εργατικό δυναμικό. Φτηνά χέρια, που στηρίζουν – γι ΄ άλλη μια φορά – το «γερμανικό θαύμα». Όπως έγινε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η μετανάστευση στην Γερμανία από την Ιταλία αυξήθηκε κατά 52% μέσα σε ένα χρόνο – από το 2012 στο 2013. Από την Ισπανία, οι μετανάστες ήταν κατά 19% περισσότεροι. Κατά κύματα φτάνουν στη Γερμανία , επίσης, Πολωνοί, Ρουμάνοι και Έλληνες. Και με τον κόπο αυτών των ανθρώπων η Γερμανία καυχιέται ότι καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης, την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκεται – στην καλύτερη περίπτωση – σε στασιμότητα.
Αλλά οι Γερμανοί ξέρουν. Πάτησαν πάνω στα ερείπια της Ευρώπης, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να μπορούν σήμερα να αποκαλούνται «ατμομηχανή» της Ευρώπης. Τότε ήταν πόλεμος. Τώρα; Μήπως και σήμερα, πάνω στα ερείπια ενός (οικονομικού) πολέμου, δεν χτίζουν το προφίλ του ισχυρού; Εκτός αν υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι στην Ευρώπη όλα βαίνουν καλώς, οι χώρες είναι αλληλέγγυες, οι σχέσεις οικοδομούνται πάνω στον αμοιβαίο σεβασμό και οι λαοί έχουν τις ίδιες λαμπρές προοπτικές.
Στη Γερμανία υπολογίζουν ότι μέχρι το 2050 το ένα τρίτο του πληθυσμού θα είναι πάνω από 65 ετών. Γι αυτό χρειάζεται «χέρια». Τα οποία «εισάγουν» από τα πέριξ, για να μπορέσουν να λειτουργούν οι φάμπρικες. Αν όμως μείνουν χωρίς δουλειά αυτοί οι μετανάστες…. «Δυστυχώς , χάσατε», θα τους πει η «φιλόξενη» Γερμανία. Η καγκελάριος το είπε ξεκάθαρα : Η Γερμανία έχει στόχο «να μην πληρώνει» επιδόματα ανεργίας «σε υπηκόους (κρατών- μελών) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που βρίσκονται στη χώρα απλά και μόνο για να ζητήσουν εργασία». Τη δήλωση αυτή την φιλοξένησε το περιοδικό Der Spiegel. Διότι, ερμηνεύω το σκεπτικό, είναι χρήσιμα τα φτηνά χέρια, αλλά μέχρι εκεί που μπορούν να παράγουν. Μετά…. «ας πρόσεχαν».
Θα επιστρέψουν στις χώρες τους, οι περισσότεροι χωρίς να έχουν καταφέρει να κάνουν κομπόδεμα. Γιατί οι μέρες έχουν αλλάξει σε σχέση με τα χρόνια του ΄60. Θα γυρίσουν όπως έφυγαν. Ανειδίκευτοι εργάτες, χωρίς ασφάλιση, χωρίς τύχη να βρουν δουλειά ούτε στην πατρίδα. Εκτός κι αν αποφασίσουν – και εφόσον μπορούν – να καταπιαστούν και πάλι με τη γη. Όπως έκαναν και οι παππούδες τους. Η ιστορία, όπως λένε αυτοί που ξέρουν, επαναλαμβάνεται.