Γράφει ο Χατζηχαραλάμπους Δημήτρης-Ταξίαρχος ε.α – Συγγραφέας
Πριν από λίγες μέρες στην πόλη μας έγινε η παρουσίαση του νέου βιβλίου του καθηγητή κ. Βασίλη Φούσκα με τίτλο «Το μελάνωμα της Κύπρου. Οι ευθύνες του Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ευάγγελου Αβέρωφ για την Κυπριακή Τραγωδία». Ο Βασίλης Φούσκας, γέννημα θρέμμα της Λέσβου, είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων στη Νομική και Οικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου Ανατολικού Λονδίνου. Ιδρυτής και αρχισυντάκτης της Journal of Balkan and Near Eastern Studies (εκδίδεται από το 1998) και διευθυντής του ερευνητικού κέντρου για τη μελέτη Κρατών, Αγορών και Λαών στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Φέτος συμπληρώσαμε 50 χρόνια από το 1974 και για κάποιους το άλυτο κυπριακό πρόβλημα αποτελεί μια απλά δυσάρεστη ανάμνηση ή πολύ περισσότερο μια μονάχα τραγική στιγμή, ένα μελανό σημείο της ελληνικής και κυπριακής ιστορίας που καλά θα κάνουμε να μην το αναμοχλεύουμε να μην το σκαλίζουμε και να αποδεχόμαστε τα υποτιθέμενα τετελεσμένα του. Θυμάμαι παλιά, πάρα πολύ παλιά, κολλάγαμε κάτι αυτοκόλλητα που έλεγαν «δεν ξεχνώ» στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων που είχαν έναν ματωμένο χάρτη της Κύπρου. Πέρασαν 50 χρόνια και εκείνο το «δεν ξεχνώ», που επίσης ξεχάστηκε αν είμασταν ειλικρινείς θα έπρεπε να λέει «Δεν ξεχνώ πως δεν ξέρω». Ίσως μάλιστα αυτό το σύνθημα να ήταν και ένα συλλογικό άλλοθι για τη λήθη, ηθελημένη ή αθέλητη μιας ολόκληρης κοινωνίας, μιας ολόκληρης χώρας που αποφεύγει με μανία τα οδυνηρά και σοβαρά για τα ανώδυνα και ασόβαρα.
Όσοι δεν έχουν μελετήσει την κυπριακή τραγωδία ή έχουν διαβάσει αλλά δυσκολεύονται να καταλήξουν σε μια αποκρυσταλλωμένη άποψη, γνωρίζουν μονάχα μερικά από τα κλισέ που συγκρατήσαμε τόσα χρόνια χωρίς ιδιαίτερους προβληματισμούς και αναλύσεις.
- Η Τουρκία εισέβαλε βάναυσα στην Κύπρο και κατέλαβε το 37% του νησιού.
- Η Χούντα πρόδωσε την Κύπρο και οδήγησε στην εισβολή
Σε αυτό το σημείο ίσως και να εξαντλούνται οι γνώσεις των περισσοτέρων μια και φυσικά για χρόνια ολόκληρα μετά το 1974 το θέμα της Κύπρου, οι ευθύνες όσων συνέβαλαν στην τραγωδία αλλά και η αλήθεια παρέμειναν και εξακολουθούν για αρκετά σημεία να παραμένουν στο σκοτάδι.
Το βιβλίο μέσα σε μόλις 33000 λέξεις ουσίας αποκαλύπτει ως προϊόν έρευνας και μελέτης αλήθειες, δυσάρεστες μεν αλλά διδακτικές δε, για αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί μελάνωμα της Κύπρου το μελάνωμα που όπως είπε και ο Μακάριος στην ομιλία του στο ξενοδοχείο Μ. Βρετάνια το Δεκέμβριο του 1974 γιάτρεψε την Ελλάδα.
Για να είναι επιτυχημένη η έρευνα και η μελέτη ενός ιστορικού θα πρέπει να ξεκινά με απόλυτη αμεροληψία σε σχέση με το θέμα της έρευνας, διαφορετικά το μόνο που πετυχαίνει με μαθηματική ακρίβεια είναι να τορπιλίσει την έρευνα του μια και έχει προκαταλάβει το αποτέλεσμά της. Ειδικά για την Κύπρο έχουμε μπουχτίσει από προκατειλημμένες απόψεις και συμπεράσματα.
Οι νοσταλγοί της Χούντας καθαγιάζουν τους πρωτεργάτες της και περιορίζουν τις τεράστιες ευθύνες τους στο ελάχιστο. Οι οπαδοί της δεξιάς αντιμετωπίζουν τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ευάγγελο Αβέρωφ ως ιερές αγελάδες που απαγορεύεται δια ροπάλου η κριτική των ενεργειών τους. Οι αριστεροί τα ρίχνουν όλα στις κακές ΗΠΑ που χάρισαν την Κύπρο στους Τούρκους και όλοι εμείς Έλληνες και Κύπριοι είμαστε τα θύματα τους κυριολεκτικά άμοιροι ευθυνών. Τέλος υπάρχουν και αυτοί που αναθεματίζουν τον Μακάριο είτε προκατειλημμένοι απέναντι στα άμφια που φορούσε είτε κολλώντας του την ετικέτα του κομμουνιστή.
Το βιβλίο των 150 μόλις σελίδων διακρίνετε πρώτα από όλα για την αμεροληψία με την οποία αντιμετωπίζει όλους τους πρωταγωνιστές ο συγγραφέας του. Τίποτα από όσα λέγονται δε μένει ανυποστήρικτο από τις ανάλογες πηγές και στοιχεία. Αυτή του η ικανότητα κάνει ακόμα και τον πλέον μεροληπτικό υπέρ του ενός ή του άλλου πρωταγωνιστή της τραγωδίας να αναθεωρήσουν ή τουλάχιστον να προβληματιστούν.
Πολύ περισσότερο ο συγγραφέας φωτίζει πολλά σκοτεινά σημεία και επιχειρηματολογεί με σαφήνεια και περιεκτικότητα χωρίς δογματισμούς και ιδεοληψίες προβληματίζει όχι μονάχα για το τότε αλλά και το τώρα. Όπως γράφει και στον πρόλογο ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Βενιζέλος, «το βιβλίο βλέπει την ιστορία πέρα από την πεπατημένη από μια οπτική γωνία που η καθεστηκυία τάξη δεν μπορεί και δε θέλει να τη δει, αναδεικνύοντας πτυχές που κρατά καλά κρυμμένες το βαθύ κράτος των Αθηνών».
Συγκινεί, η ανάγκη του συγγραφέα, όπως αποτυπώνεται στο εισαγωγικό του σημείωμα, να εκφράσει τις αδικημένες οικογένειες των αγωνιστών της μάχης της Κύπρου και όλους αυτούς που δεν μπορούν να καταγράψουν ή να περιγράψουν την εμπειρία τους διότι δεν κατέχουν την τέχνη του λόγου.
Αναδεικνύεται ως αποτέλεσμα έρευνας πως η ελληνική πολιτική απέναντι στην Κύπρο είχε προαποφασιστεί πολύ πριν τη Χούντα των Συνταγματαρχών, από το 1956 ακόμα, από τους Αβέρωφ και Καραμανλή, ακολουθήθηκε έστω και με μικρές διαφοροποιήσεις από όλους τους Έλληνες πολιτικούς έως τη Χούντα, εξυπηρετήθηκε βλακωδώς από τους Χουντικούς και συνέχισε αυτούσια στη μεταπολίτευση ίσως έως και τις μέρες μας.
Η αποδιδόμενη στον Καραμανλή έκφραση « Η Κύπρος κείται μακράν» είναι συνέχεια του «Η Κύπρος είναι στρατιωτικά υποθηκευμένη στην Τουρκία» που γράφει στις σημειώσεις του ο Αβέρωφ σχεδόν 15 χρόνια πριν την εισβολή του 1974. Προς χάριν του ΝΑΤΟ η ελληνική πολιτική σκηνή και οι πρωταγωνιστές της ουδέποτε εργάστηκαν με πρωταρχικό στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα αλλά προέταξαν την ασφάλεια του ΝΑΤΟ, την υποτιθέμενη αποφυγή πολέμου με την Τουρκία, τον υποτιθέμενο κομμουνιστικό κίνδυνο και οτιδήποτε άλλο πλην του πραγματικού εθνικού συμφέροντος μέσω υποχωρήσεων προδίδοντας στην ουσία επανειλημμένα την Κύπρο.
Ο κατ’ εξακολούθηση ενδοτισμός των πολιτικών μας απέναντι στις τουρκικές απαιτήσεις, η δεδομένη ατολμία του Καραμανλή έστω να στείλει ενισχύσεις και να εφαρμόσει τα υπάρχοντα σχέδια, τις μέρες ανάμεσα στον Αττίλα 1 και Αττίλα 2, η απόφασή του να διατηρήσει τους χουντικούς αξιωματικούς στις θέσεις τους μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, να τους συμβουλεύεται και να διαμορφώνει την πολιτική του ανάλογα με τις εισηγήσεις τους αποτελεί αναμφισβήτητη ευθύνη και θέμα συζήτησης ανεξάρτητα από τους πιθανούς φανερούς ή κρυφούς λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή τη στάση.
Η αναπόφευκτη σύγκριση με τις πολιτικές των καιρών μας, με τις συνεχείς υποχωρήσεις και τον ενδοτισμό των πολιτικών μας τα τελευταία χρόνια, όταν μάλιστα το βεληνεκές και οι ικανότητές, κατά γενική ομολογία, υπολείπονται του μεγέθους των Κ. Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου δημιουργεί δυσάρεστους συνειρμούς και προβληματίζει για να μην πούμε πως τρομοκρατεί.
Αυτές οι συνεχείς υπαναχωρήσεις που περιγράφονται στο βιβλίο, αποτελούν σημείο βαθιάς θλίψης. Αυτές που εξόργισαν ακόμα και τον Κίσινγκερ που όπως γράφεται στο βιβλίο κατηγόρησε την ελληνική πλευρά πως συνεχώς δίνει στους Τούρκους και έτσι του είναι αδύνατο να διαμεσολαβήσει μια και «οι Έλληνες κάθε τρεις μήνες δίνουν και κάτι παραπάνω στους Τούρκους οπότε αυτοί δεν καταλήγουν σε συμφωνία περιμένοντας την επόμενη υπαναχώρηση». Πραγματικά τραγικό αλλά μήπως αποτελεί και σημερινή μας πολιτική; Από το 1974 έως σήμερα έχει κανείς σκεφτεί κατά πόσο έχουν αυξηθεί οι τουρκικές διεκδικήσεις και πόσο αυξημένος είναι ο δικός μας ενδοτισμός; Αυτές οι περίφημες κόκκινες γραμμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που από τη συνεχή επαναχάραξη έχουνε γίνει ροζ όπως λέει και το γνωστό τραγούδι.
Ένας ακόμη προβληματισμός, άξιος συζήτησης, είναι η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη, που έχει η πολιτική ηγεσία να λαμβάνει σωστές και αληθινές εισηγήσεις από την στρατιωτική ηγεσία της χώρας σχετικά με τις δυνατότητες και την επιχειρησιακή ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων. Ο Καραμανλής κυβέρνησε πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του Αττίλα 2 με στρατιωτική ηγεσία αποτελούμενη από τους χουντικούς αξιωματικούς. Από αυτούς δηλαδή που πρόδωσαν την Κύπρο, είτε από άγνοια και ηλιθιότητα στην καλύτερη των περιπτώσεων είτε με σκοπιμότητα στη χειρότερη. Πως είναι δυνατό ο προδότης χθες να γίνει πατριώτης σήμερα; Πως γίνεται στο ελάχιστο ο ανεπαρκής σε προσόντα ικανότητες και ευστροφία χθες να γίνει ικανός και επαρκής σε μια στιγμή; Ο καθηγητής Φούσκας στο βιβλίο του, μια και υπηρετεί πιστά την αρχή να μην λέει πράγματα για τα οποία δεν έχει καταλήξει από την έρευνα του και να στηρίζονται από πηγές, προσδίδει στον Κ. Καραμανλή ατολμία και λανθασμένους χειρισμούς μια και εμπιστεύτηκε αυτές τις κρίσιμες στιγμές την στρατιωτική ηγεσία του Ιωαννίδη.
Ωστόσο, δεν μπορεί να μην παρατηρηθεί πως ένας πολιτικός της εμπειρίας, της οξυδέρκειας και της ευφυίας του Καραμανλή δύσκολα δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί το ατόπημα. Ίσως όμως να βόλευαν και τον ίδιο οι εισηγήσεις των στρατηγών του για αδυναμία εμπλοκής της Ελλάδας στην ενίσχυση της Κύπρου και για αδυναμία της χώρας γενικότερα να αντιπαρατεθεί με την Τουρκία στο πεδίο ακόμα και αν τελικά οι ΗΠΑ θα επενέβαιναν για να σταματήσει η οποιαδήποτε πολεμική εμπλοκή. Πολύ περισσότερο, όταν οι στρατηγοί της Χούντας Ιωαννίδη παρέμειναν στρατηγοί και επί κυβερνήσεως Καραμανλή και αποστρατεύτηκαν με τιμές χωρίς ποτέ τους να λογοδοτήσουν για τις όποιες ευθύνες τους. Αναρωτιέται κανείς διαβάζοντας το βιβλίο τι άραγε μπορεί να συμβεί ακόμα και σήμερα όταν η στρατιωτική ηγεσία εισηγείται λανθασμένα για τις ανάγκες εξοπλισμών, τις τουρκικές δυνατότητες ή τα δικά μας προβλήματα με όφελος τα οφίκια και τις θέσεις;
Διαπίστωση του συγγραφέα που μεταφέρεται λιγάκι πιο εξεζητημένα είναι πως οι διαχρονικές κορώνες για Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας και Κύπρου είναι λόγια του αέρα που ουδέποτε μετά την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας τη δεκαετία του 60 δε συνοδεύτηκαν από πράξεις. Ακόμα και σήμερα η μετάθεση επαγγελματιών Ελλήνων στρατιωτικών στην Κύπρο συχνά αντιμετωπίζεται ως μια ευκαιρία διακοπών στο εξωτερικό με αυξημένες αποδοχές. Ο κ. καθηγητής ευελπιστεί, ίσως και ουτοπικά, η μελέτη του να γίνει πυξίδα των σημερινών πολιτικών ηγετών της χώρας αλλά και όσων θα αναδειχθούν στο μέλλον. Το βιβλίο που παρουσιάστηκε στην πόλη μας αλλά δεν διαφημίστηκε όσο θα έπρεπε, οφείλει να διδάσκεται στις στρατιωτικές σχολές που στο μάθημα της στρατιωτικής ιστορίας εξετάζουν πάντα νικηφόρους πολέμους περασμένων αιώνων και παραλείπουν πεισματικά οτιδήποτε εμπεριέχει ήττες, προδοσίες και προπάντων ευθύνες πολιτικών και στρατιωτικών. Αποτελεί ένα φάρο ελπίδας πως όσο υπάρχουν μελετητές και ερευνητές όπως ο συντοπίτης μας καθηγητής Βασίλης Φούσκας διατηρείται η αμυδρή ελπίδα να μπορέσουμε επιτέλους ως λαός να δούμε χωρίς παρωπίδες την αληθινή μας ιστορία μήπως και διδαχτούμε μήπως και αποφύγουμε τα δεινά του μέλλοντος, και για αυτό το λόγο πρέπει να διαβαστεί από όσους περισσότερους αναγνώστες γίνεται.