Με αφορμή έναν φίλο που αποφάσισε μετά από χρόνια στη ξενιτιά να ξεριζώσει τις ελιές από το μοναδικό του κτήμα, κάπου στο νησί, γράφτηκε το παρακάτω διήγημα.
Γράφει ο Δημήτρης Χατζηχαραλάμπους
- Μήπως τούτη εδώ να την αφήναμε;
- Τι είπες; Δεν σε άκουσα;
Ο θόρυβος της τσάπας, του σκαπτικού μηχανήματος, που γρύλλισε άξαφνα κάλυψε τον ήχο της φωνής του. Κοίταξε πίσω του, δεν είχε πια μείνει τίποτα. Όλα ίσιωμα. Ένα χωράφι δυο στρέμματα, 22 δέντρα μετρημένα, τα πιο πολλά μεγάλες ελιές, αιωνόβιες σίγουρα, με περίμετρο κορμών πάνω από δυο μέτρα.
Τι ήθελε και συμφώνησε; Τώρα πια ήταν αργά. Μονάχα μια, η μεγαλύτερη αυτή κοντά στην είσοδο του κτήματος είχε απομείνει.
Έκλεισε τα μάτια και αναπόλησε. Πενήντα χρόνια πριν δεκαετία του 70, κάποια Κυριακή του Δεκέμβρη. Αυτός μικρό παιδί, ο μικρότερος από όλους, σ΄ αυτό το έρημο σήμερα χωράφι, που τότε έσφυζε ζωή. Ο παππούς του πρωτοστατούσε στο μάζεμα, ήταν το αφεντικό, ο μεγαλύτερος, αυτός που κανόνιζε πως θα γίνει η δουλειά. Έμαθε από τον πατέρα του κι εκείνος από το δικό του, το κτήμα ήταν της οικογένειας, αιώνες πριν από την Τουρκοκρατία ακόμα, ποιος ξέρει πόσα χρόνια. Ο παππούς με τον πατέρα και το θείο του ραβδίζανε, οι γυναίκες μαζώχτρες με καλάθια παίρνανε τις ελιές από τη γη και γέμιζαν τα τσουβάλια κι ύστερα οι άντρες τα σήκωναν και φόρτωναν το γάιδαρο να τα πάνε στη μηχανή.
Του είχαν δώσει κι εκείνου ένα μικρό καλαθάκι, το γέμισε μια δυο φορές, το έδειξε στον παππού με καμάρι πριν το αδειάσει στο τσουβάλι και μετά βαρέθηκε και τα παράτησε. Σκάλωσε στον κορμό της ελιάς, αυτής της μοναδικής που είχε τώρα απομείνει μπροστά του και με ένα ραβδί χτυπούσε τα φύλλα, πιο εύκολη κι αντρίκια αυτή η δουλειά από το σκύψιμο της μαζώχτρας.
Το μεσημέρι, σαν τέλεψαν, εκεί, κάτω από αυτή την ελιά, άπλωσαν μια κουβέρτα κι έκατσαν χάμω, προφυλαγμένοι από την τεράστια σκιά της. Ήταν όλοι κουρασμένοι και χαρούμενοι, έφαγαν κεφτέδες και χταπόδι κρασάτο .Ήπιαν ούζο οι μεγάλοι κι έλεγαν ιστορίες, άλλοτε βαρετές κι άλλοτε όμορφες, ώσπου πια έκλεισαν τα βλέφαρα του και δεν άκουγε άλλο, κοιμόταν κι ονειρευόταν άλλους κόσμους μακρινούς και περιπέτειες με κείνον ήρωα.
Τα χρόνια πέρασαν ο παππούς και ο πατέρας έφυγαν, πήγαν σε άλλους κόσμους να μαζέψουν ελιές, να πιούνε ούζο και ν’ ακούσουν άλλες ιστορίες. Εκείνος έφυγε από το νησί, ταξίδεψε σε μέρη μακρινά και έζησε περιπέτειες, από αυτές που δεν έχουν ήρωες συνήθως. Το κτήμα ήταν πια δικό του, κληρονομιά στο μοναχοπαίδι, αλλά κανείς δεν μάζεψε τις ελιές εδώ και 20 χρόνια, τα δέντρα θέριεψαν όπως και τα χορτάρια, το κτήμα γέμισε βάτους, σκλήρυνε η γη και το χώμα δεν ήταν εύφορο όπως παλιά, οι ελιές κουράστηκαν και δεν έβγαζαν καρπό με την ίδια συχνότητα όπως παλιά.
Άλλοι λένε πως για τη συχνή ακαρπία φταίει η αλλαγή του κλίματος, οι λίγες βροχές, οι ήπιοι χειμώνες και τα ζεστά καλοκαίρια, ο δάκος. Εκείνος, που δεν ξέρει απ’ αυτά, σκέφτεται πως τα δέντρα θύμωσαν που τα παραμέλησαν, που τα άφησαν μονάχα. Κάποτε οικογένειες ολόκληρες ζούσαν από την ελιά, την πρόσεχαν και εκείνη τους αντάμειβε. Ύστερα σαν άλλαξαν τα πράγματα και την παράτησαν, τους παράτησε κι αυτή, μούτρωσε και ρίχνει στο χώμα τα άνθη της πριν καρπίσουν.
Κάποιος του πρότεινε να τις ξηλώσει όλες και να πουλήσει τα ξύλα. Του έδωσαν καλή τιμή. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να ασχοληθεί, μένει αλλού, αλλά και στο νησί να έμενε δε ξέρει, δε θυμάται, δε θέλει να μάθει, ούτε που τον νοιάζει να τα δώσει κεσίμια, τι να το κάνει το λάδι ένας άνθρωπος μόνος;
Το λάθος ήταν μονάχα που ήταν σήμερα παρών, που είδε και θυμήθηκε. Ψιθύρισε:
- Μήπως να την αφήναμε ετούτη;
Ο χειριστής της τσάπας δεν τον άκουσε, άλλωστε ήταν πια αργά και περισσότερο είχε μιλήσει από μέσα του. Το τελευταίο χτύπημα του σκαπτικού ξερίζωσε μαζί του τις εικόνες από τα παιδικά σκαρφαλώματα, τη μορφή του παππού και του πατέρα φορτωμένοι τα τσουβάλια, τη μάνα να τον ταΐζει κεφτέδες στο στόμα, την αθωότητα και τη νοσταλγία του τότε.
Άλλοι φύτεψαν κι εκείνος ξερίζωσε. Τι κι αν μετάνιωσε, τι κι αν λυπήθηκε κι ένιωσε να φουσκώνει το στήθος και να νοτίζουν τα μάτια. Οι ελιές δεν καρπίζουν με δάκρυα κι οι αναμνήσεις δε ζωντανεύουν το παρελθόν ούτε ξαναγεννούν την ευτυχία.
Το αλυσοπρίονο πήρε μπροστά κι εκείνος απομακρύνθηκε γιατί δεν άντεχε τον ήχο του.